Το χαρτάκι

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 18.11.20 ]

Κάθε φορά που ήθελε και δεν μπορούσε να χαϊδέψει τα μαλλιά της κόρης της, έχωνε το χέρι  στην τσέπη της ριγωτής ποδιάς και άγγιζε απαλά το χαρτάκι. Από κείνο το βράδυ του Νοέμβρη του 73 το είχε φυλάξει εκεί και δεν άφηνε κανέναν να αγγίξει την ποδιά της. Από το πρωί ως το βράδυ που έλυνε τον  κόμπο της, το κουβαλούσε πάνω της. Συχνά του μιλούσε κιόλας και κάποιες φορές, όταν ήταν τελείως μόνη στο σπίτι, του τραγουδούσε εκείνα τα αντάρτικα που έλεγε μικρούλα. Όταν ερχόταν η ώρα να πλύνει την ποδιά, το δίπλωνε προσεκτικά και το έκρυβε στον κόρφο της, ωσότου αυτή να στεγνώσει και να πάρει πάλι τη θέση του.

Μέσα στα χρόνια που έτρεχαν βιαστικά, προστέθηκαν και τα γυαλιά ανάγνωσης στην τσέπη της. Σαν έπαιρνε θάρρος  μπροστά σε συγγενείς και φίλες, έβγαζε τον θησαυρό από το κουτί του και τους διάβαζε το ποίημα. Η κόρη μου το έγραψε τους έλεγε, ορθώνοντας το κορμί της, το παιδάκι μου το έγραψε αυτό και μόλις είχε κλείσει τα  έντεκα, θέλετε το πιστεύετε , θέλετε όχι, εκείνες τις μέρες που σκότωσαν τα παιδιά στην Αθήνα. Στους άπιστους Θωμάδες δεν έδειχνε τα παιδικά γράμματα να πειστούν, όχι αυτό θα ήταν ιεροσυλία στην ιερή γραφή. Μόνο αυτή το διάβαζε κι ήταν η πιο ωραία απαγγελία από τότε που κάηκε το σχολείο της και δεν ξαναπήγε πια. Το κορίτσι μου το σκάρωσε έλεγε και ξανάλεγε και δεν ήξερε ποιον έκλαιγε,  τα χαμένα δικά της παιδικά χρόνια, τα βουτηγμένα στον πόλεμο και στο αίμα, τα μεγαλύτερα ξαδέρφια της που είχαν ξεκόψει νωρίς από τα παιχνίδια στην αυλή και ζώστηκαν την Αντίσταση, φεγγίζοντας με τ’ ασπρισμένα κόκαλα τις νύχτες στο βουνό, τις χαρές και τις λύπες που έσπρωξαν τον τροχό ή τα παιδιά της που είχαν φύγει και έρχονταν μόνο σε γιορτές και σχόλες να τα φιλέψει; Ποιους και τι απ’ όλα να πρωτοκλάψει; Την μία και μοναδική φορά που πήγε στο Γυμνάσιο να πάρει τους βαθμούς της κόρης, την ώρα που ο φιλόλογος της έλεγε πόσο ωραία γράφει το παιδί της, τον κοίταξε αυστηρά και του ανταπάντησε «Σε μένα το λέτε; Σάμπως δεν ξέρω το παιδί μου, να εδώ έχω την απόδειξη κι έβγαλε το χαρτάκι»

Τους κόμπους που κάθονταν στο λαιμό, χρόνια νοσήματα, τους έσπρωχνε με ένα κομμάτι χαρτί.

Σταμάτα βρε μάνα να το κάνεις αυτό τη μάλωνε η κόρη της, δεν θέλω να το διαβάζεις σε άλλους, μια χαζομάρα παιδική τι θες και την κρατάς; Αμετάπειστη εκείνη, εγγόνια απόκτησε και το χαρτάκι ζάρωνε στη φωλιά του. Παραμύθι τους έλεγε  και στο ποίημα κατέληγε. Το είχαν μάθει απέξω και το ΄λεγαν κι αυτά σαν παιδικό τραγούδι.

Το χαρτί είχε αρχίσει να λιώνει πια, διάφανο για να σωθεί πέρασε σε άλλη θέση.

Στο νοσοκομείο είπαν στην κόρη τα τυπικά της ταφής. Την ταυτότητα της έπρεπε να παραδώσει στις αρχές. Κοίταξε μέσα στην ζελατίνα, τράβηξε την ταυτότητα και έπεσε στο πάτωμα το χαρτάκι. Το σήκωσε κι άρχισε να απαγγέλει στον εμβρόντητο κι άφωνο υπάλληλο το ποίημα.

«Τη νύχτα εκείνη, μπροστά στην Ιερή Πύλη, τα παιδιά έψελναν τη Λευτεριά….»

Δεν ντρέπομαι ρε μάνα πια, δεν ντρέπομαι…