Η εξάντληση της θάλασσας και του λαού

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 23.09.25 ]

"... Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;.."

Γ. Σεφέρης, Ανδρομέδα 

Τούτο το κομμάτι της γης, κάπου στα αττικά παράλια, όχι στην περίκαλλη, θεάκριβη "Ριβιέρα", είναι από τα τελευταία εναπομείναντα λαϊκά. Αρμυρίκια προσφέρουν αφειδώς, και ατελώς, τον ίσκιο τους σ' εκείν@ που αποζητούν τη στοιχειώδη ευφορία δίχως να δώσουν τρία και τέσσερα και πέντε μαζεμένα μεροκάματα. Ακόμα και το νερό το κουβαλάς μαζί σου, αλλά δίχως καμιά σπουδαία ταλαιπώρια, μιας κι ο δρόμος εύκολα σε φέρνει ως εδώ.

Μπροστά σου, η ανοιχτωσιά του πελάγους. Στα πόδια σου, άμμος με χαλίκια. Πίσω σου όμως; 

Εκεί, λοιπόν, αρχίζει το πρόβλημα. Εκεί, πίσω από το στενό παραλιακό δρομάκι, εκεί, πίσω από λαμαρίνες που το περικλείνουν βρίσκεται ένα ξενοδοχείο. Που εδώ, και κάποια χρόνια, δεν λειτουργεί. Ευτυχώς; Μάλλον. Διότι τη μελαγχολία που εγείρει κάθε λουκέτο αποτυχημένων ονείρων, διασκεδάζει η χαρά πως η "επιτυχία" του θα ήταν μια ολωσδιόλου αντιλαϊκή υπόθεση. Όπως εν τέλει αντιλαϊκή υπόθεση είναι κάθε λογής "ανάπτυξη" που μετατρέπει τα δώρα της φύσης σε πανάκριβα προϊόντα, δημιουργώντας αποκλεισμούς και διαιωνίζοντας τις βαθιές ανισότητες. Στις θέσεις εργασίας που, τάχατες, δημιουργεί, θέσεις κακοπληρωμένης και επισφαλούς εργασίας, κόβει άλλες τόσες από τους μικροεμπόρους που, μη αντέχοντας τον ανταγωνισμό, κλείνουν. Κόβει και τα λεγόμενα "καλά του Θεού": τη ραστώνη του φτωχού, του διωκόμενου κάθε φορά που ενσκήπτουν οι φραγκάτοι αστοί. 

Το εν λόγω ξενοδοχείο φτιάχνεται ξανά. Θα καταστεί, λίαν συντόμως πιθανότατα, λειτουργικό. Η παραλία θα γεμίσει ομπρελοκαθίσματα, το δε νομικό πλαίσιο επιτρέπει στο επιχειρηματικό κεφάλαιο να αποκλείουν από το κομμάτι που νοικιάζουν όποι@ θέλουν. Πολύ περισσότερο, εκείνα που το βαλάντιό τους δεν σηκώνει το αντίστοιχο κόστος. 

Κι έπειτα, είναι κι η φύση. Πόση "ανάπτυξη" αντέχει δίχως να καταστρέφεται; Πόση παρέμβαση, για να εισπράττουν πέντε δέκα; 

Κι αν την εποχή του Λεό Μπλουμ, με τη θεσμοθέτηση των θερινών διακοπών των εργατών, οι αστοί τρομάξανε και κλειδώθηκαν στις βίλες τους στη Νορμανδία, ο σύγχρονος καπιταλισμός βρήκε νέους τρόπους αποκλεισμών:  προστατεύει τους από πάνω εκχωρώντας τους κάθε κομμάτι δημόσιας γης η όποια ενοικιάζεται πανάκριβα. 

 Έτσι, στο ερώτημα του ποιητή ποιος θα μπορέσει να εξαντλήσει τη θάλασσα, η απάντηση είναι διπλή: για τον κόσμο της εργασίας, είναι σαν να 'χει ήδη εξαντληθεί, αφού καθίσταται απροσπέλαστη. Για τον δε κόσμο του κεφαλαίου, που προχωρεί ανεμπόδιστα καταστρέφοντας, η ίδια του η επέλαση εξαντλεί κάθε φυσικό πόρο. Άρα, όπου να' ναι, και τη θάλασσα μαζί. Η οποία ενδεχομένως να τους πνίξει. 

Μέχρι το ιστορικό υποκείμενο των πολλών να πάρει τη ζωή του στα χέρια του και ν' αλλάξει τον ρου, η σωτηρία των ανθρώπων θα είναι μια θολή, πολύ θολή, υπόθεση.