Ο. Ουάιλντ: Δεν είναι ο αμαρτωλός η ντροπή μας, αλλά ο ηλίθιος

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 16.10.19 ]

 

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία; «Η δημοσιογραφία δεν διαβάζεται με τίποτα και τη λογοτεχνία δεν τη διαβάζουν» απαντά ο Όσκαρ Ουάιλντ! Και συνεχίζει λέγοντας πως «Η σύγχρονη δημοσιογραφία... δικαιώνει την ύπαρξή της χάρη στη δαρβίνεια αρχή της επιβίωσης των πιο χυδαίων». Αντίθετα, η λογοτεχνία είναι η vita contemplativa, είναι η τέχνη εκείνη η οποία πληρέστερα καθρεφτίζει τον άνθρωπο στην απεριόριστη πολυμορφία του...». Ο Σαίξπηρ θα μπορούσε να δει τον Άμλετ και τον Ρωμαίο ή κάποιους που να τους μοιάζουν στους σκοτεινούς δρόμους του Λονδίνου, να γίνει ένας «ρεπόρτερ του πταισματοδικείου της λογοτεχνίας», αλλά όμως ο Άμλετ βγήκε από την ψυχή του και ο Ρωμαίος από το πάθος του. Και οι δύο ήρωες ήταν στοιχεία της φύσης του Σαίξπηρ στα οποία αυτός έδωσε ορατή μορφή, ήταν «παρορμήσεις δικές του που τον συντάραξαν» και πραγματώθηκαν «όχι στο κατώτερο επίπεδο της πραγματικής ζωής» αλλά «στο φανταστικό επίπεδο της τέχνης όπου ο Έρωτας μπορεί πράγματι να βρει την τέλεια πλήρωσή του στο Θάνατο...».

Είναι ο Όσκαρ Ουάιλντ (16 Οκτωβρίου 1854 –30 Νοεμβρίου 1900) που μιλάει. Είναι ο Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός που έγινε γνωστός για την ενασχόλησή του με το ρεύμα του Αισθητισμού, το οποίο ίδρυσαν δυο από τους καθηγητές του, οι Ουόλτερ Πέιτερ (Walter Pater, 1839 - 1894) και Τζον Ράσκιν (John Ruskin, 1819 - 1900). Ως εκπρόσωπος του κινήματος του Αισθητισμού ασχολήθηκε με όλες τις μορφές γραφής και διανόησης: εξέδωσε μία ποιητική συλλογή, έδωσε ομιλίες στις Η.Π.Α. και στον Καναδά σχετικά με τον «Αγγλικό Διαφωτισμό στην Τέχνη» και έπειτα επέστρεψε στο Λονδίνο όπου έγραψε μεγάλο αριθμό άρθρων ως δημοσιογράφος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 τελειοποίησε τις ιδέες του σχετικά με την ανωτερότητα της τέχνης σε μια σειρά από διαλόγους και δοκίμια, ενώ ενσωμάτωσε σκέψεις του για την παρακμή, την δολιότητα και την ομορφιά στο μοναδικό του μυθιστόρημα, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (The picture of Dorian Grey, 1890). Η δυνατότητα που του παρείχε, να αναλύσει σε βάθος λεπτομέρειες του Αισθητισμού καθώς και να καταπιαστεί με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, έστρεψε τον Ουάιλντ στο θέατρο. Έγραψε το θεατρικό Σαλώμη (Salome, 1891) στο Παρίσι, στα γαλλικά, έργο που δεν ανέβηκε στην Αγγλία παρά μόνο χρόνια αργότερα, εξαιτίας της απαγόρευσης έργων με Βιβλικό περιεχόμενο. Ανεπηρέαστος από τις αντιδράσεις, ο Ουάιλντ έγραψε τέσσερις ακόμα κοινωνικές σάτιρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, οι οποίες τον έκαναν έναν από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς του ύστερου Βικτωριανού Λονδίνου.

Είναι πιο δημιουργικό να στοχάζεσαι από το να δρας, είναι πιο ολοκληρωμένη η «φανταστική ζωή» από «τη ζωή της δράσης» (Vita activa), ο θεωρητικός βίος είναι το αληθινό ιδανικό, γιατί είναι πιο δύσκολο να μιλάς για κάτι από το να το κάνεις, ισχυρίζεται ο Όσκαρ Ουάιλντ. Κατά τη γνώμη του «η στοχαστική ζωή, η ζωή που έχει σκοπό της όχι το πράττειν αλλά το είναι, και όχι απλώς το είναι, αλλά το γίγνεσθαι, αυτό είναι που το κριτικό πνεύμα μπορεί να μας προσφέρει». Όταν ο άνθρωπος δρα είναι ένα ανδρείκελο, ενώ όταν περιγράφει είναι ένας ποιητής. Καταφερόμενος εναντίον των «φανατικών της ειλικρίνειας» και εισάγοντας τη σχετικότητα της αλήθειας ο Ουάιλντ θα πει πως «Ο άνθρωπος είναι ελάχιστα ο εαυτός του, όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Βάλε του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια»! «Ο καθένας μπορεί να κάνει ιστορία. Μονάχα ένας σπουδαίος όμως μπορεί να τη γράψει (...) Η πράξη... της συστηματικής εργασίας, γίνεται απλώς καταφύγιο των ανθρώπων που δεν έχουν να κάνουν τίποτα απολύτως... και κινείται από μια παρόρμηση για τη φύση της οποίας δεν έχει συνείδηση (...) Ο μόνος άνθρωπος που έχει περισσότερες αυταπάτες και από έναν ονειροπόλο είναι ο άνθρωπος της δράσης». Οι μεγάλες και ηρωικές πράξεις του Αχιλλέα, του Έκτορα, του Οδυσσέα δεν είναι παρά «σκιές» στο τραγούδι του Ομήρου. «Η δράση πεθαίνει τη στιγμή που συντελείται. Είναι μια τιποτένια συγκατάβαση στο γεγονός. Ο κόσμος πλάστηκε απ’ τον τραγουδιστή για τον ονειροπόλο»!

Η κριτική είναι μια «δημιουργία μέσα σε άλλη δημιουργία». Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν άντλησαν από την πραγματική ζωή τα θέματά τους, αλλά από το μύθο, το θρύλο και τα αρχαία παραμύθια. Υπ’ αυτή την έννοια είναι κριτικοί, έχουν δηλαδή κριτικό πνεύμα και υπ’ αυτό το πρίσμα οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ένα «έθνος κριτικών». Οι μεγάλοι καλλιτέχνες από τον Αισχύλο ως τον Σαίξπηρ πήραν ένα υλικό που ήταν ήδη επεξεργασμένο και αυτοί προσέθεσαν μέσω της φαντασίας τους τη μορφή και το χρώμα. Μάλιστα, η «ύψιστη Κριτική» σύμφωνα με τον Ουάιλντ είναι πιο δημιουργική από τη δημιουργία, «γιατί δεν αναφέρεται παρά ελάχιστα σε κριτήρια έξω από τον εαυτό της και αποτελεί η ίδια λόγο ύπαρξης, κι όπως θα έλεγαν οι Έλληνες, το αποτέλεσμα δημιουργείται από την ίδια για την ίδια». Η ύψιστη κριτική είναι «το χρονικό της ψυχής ενός ανθρώπου...». Ενώ το καλύτερο που μπορεί κανείς να πει για το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης δημιουργικής τέχνης είναι πως «είναι λιγότερο χυδαία από την πραγματικότητα...». Ο Ουάιλντ ζει την εποχή που ο τρόπος έκφρασης της ψυχής  μέσω του «Ρεαλισμού» εκπληρώθηκε και γι’ αυτό, όπως λέει ο ίδιος, «ξόφλησε», έχασε ως «καλλιτεχνικό ρεύμα» τη σαγήνη του, αυτό που ήταν κάποτε το «νέο ρίγος» (nouveau frisson). Το «νέο ρίγος» τώρα το δημιουργεί ο «Ρομαντισμός». Η ασίγαστη ματαιοδοξία του αχαλίνωτου «Εγώ», που προβάλλει ως μοναδικό στόχο στη ζωή την «Αίσθηση». Αυτό το νέο ρίγος δημιουργεί νέες ανάγκες που για να καλυφθούν οδηγούν σε νέες διακινδυνεύσεις, νέες μάχες, νέα ταξίδια και ακόλαστες αλλά παθιασμένες επιδιώξεις κάθε είδους. Ο Ουάιλντ θεωρεί ότι η «αγιότητα» και η «πίστη» έχουν δώσει στους ανθρώπους όση ενέργεια διέθεταν, γι’ αυτό στρέφεται στην αξόδευτη ενέργεια της Αμαρτίας. Αλλά «οι άνθρωποι καταριούνται τον αμαρτωλό», λέει, κι όμως « δεν είναι ο αμαρτωλός που είναι η ντροπή μας, αλλά ο ηλίθιος. Δεν υπάρχει καμιά άλλη αμαρτία απ’ την ηλιθιότητα». Όσο για τον Ονειροπόλο, «αυτός είναι εκείνος που μπορεί να βρει το δρόμου στο φεγγαρόφωτο και να τιμωρηθεί, επειδή βλέπει τη χαραυγή πριν από τους άλλους».

Ενόσω το αριστούργημά του, Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός (The importance of being Earnest, 1895) παιζόταν στο Λονδίνο, ο Ουάιλντ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας για συκοφαντία. Ο Μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Ουάιλντ, του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας. Στην διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκαν αποδείξεις οι οποίες ανάγκασαν τον Ουάιλντ να αποσύρει τις κατηγορίες και οδήγησαν στην σύλληψή του με την κατηγορία του σοδομισμού (η ομοφυλοφιλία ήταν τότε ποινικό αδίκημα στην Αγγλία). Ύστερα από δύο ακόμα δίκες, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Το 1897, στην φυλακή, έγραψε το Εκ Βαθέων (De Profundis), μία επιστολή 80 περίπου πυκνογραμμένων σελίδων που εκδόθηκε το 1905, όπου αναλύει την ψυχοσύνθεσή του στις δίκες, δημιουργώντας ένα σκοτεινό «αντίβαρο» στην πρότερη φιλοσοφία της απόλαυσης. Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε κατευθείαν για την Γαλλία, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί έγραψε και το τελευταίο του έργο, Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ (The Ballad of Reading Gaol, 1898), ένα μακροσκελές ποίημα όπου παρουσιάζει τις κακουχίες της ζωής στην φυλακή. Πέθανε άπορος στο Παρίσι, τον Νοέμβριο του 1900, σε ηλικία 46 ετών.