Άρης Βελουχιώτης και Βάλτερ Μπένγιαμιν. Παρακολουθώντας τα βιογραφικά στοιχεία και την ποιότητα των διακυβευμάτων είναι εντυπωσιακή η παραλληλία/αντιστοίχηση. Δεν πρόκειται να γίνει εδώ μια εκτενής απόπειρα αυτής της φαινομενικά παρακινδυνευμένης σχέσης αλλά μια ακροθιγής παράθεση. Μια συνειρμική παράθεση που προέκυψε από μια αναγνωστική «συμπαιγνία»: μια σύμπτωση αναγνωσμάτων.
Διαβάζουμε ότι ο ιουδαϊσμός του Μπένγιαμιν ήταν τόσο αιρετικός όσο και ο κομμουνισμός του. Μήπως, όμως, και ο χριστιανισμός του Άρη Βελουχιώτη δεν ήταν τόσο αιρετικός όσο και ο κομμουνισμός του;
Είναι γεγονός ότι ο ιουδαϊσμός του Μπένγιαμιν ήταν εσωτερικός με το βάρος της θρησκευτικής πρόσληψης να οργανώνεται περισσότερο στον μεσσιανισμό και την ουσία της πίστης παρά στα διδάγματα των εβραϊκών γραφών. Ο Γκέρσομ Σόλεμ, ο καλύτερος φίλος του Μπένγιαμιν και ορθόδοξος εβραίος μελετητής της Καμπάλα γράφει: «Μολονότι οι μεσσιανικές εποχές δεν μπορούν να έρθουν χωρίς δέος και τρόμο, περιγράφονται ωστόσο μέσα από ένα ουτοπικό πρίσμα. Η ουτοπία θεμελιώνεται πάνω στο παρελθόν για να διεγείρει τις ελπίδες για αποκατάσταση.» Αποτυπώνεται με αυτόν τον τρόπο μια αγαστή σχέση θρησκείας και επανάστασης. Ο μεσσιανισμός αποτελεί το κομβικό στοιχείο της θεολογίας με το κομμουνισμό του Μπένγιαμιν.
Αντίστοιχα στο βιβλίο του Δ. Χαριτόπουλου, Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων αποκαλύπτεται εν αρχή μια εξωτερική σχέση του Βελουχιώτη με την θρησκεία (θα έλεγε κανείς ότι απορρέει από έναν στρατηγικό/τακτικό συμβιβασμό ενός δηλωμένου κομμουνιστή) κι έτσι διαβάζουμε για έναν «εξαίσια αναχρονιστικό» Άρη: «Το τελετουργικό όταν ο Άρης εισέρχεται σε ένα χωριό είναι σταθερό. Η σημαία προηγείται, ο Άρης φιλάει το χέρι του παπά και ζητάει την άδεια του προέδρου για να μιλήσει στους κατοίκους των χωριών. Δεν θίγει ποτέ τις παραδόσεις και το θρησκευτικό αίσθημα των χωρικών, σέβεται την τιμή και την ιδιοκτησία τους και στους λόγους του έχει την διορατικότητα να απορρίψει το νεοτερισμό της αριστερής γλώσσας, παραμένοντας εξαίσια αναχρονιστικό…»
Στη συνέχεια, στην ίδια σελίδα του βιβλίου, η εξωτερική αυτή σχέση μετατρέπεται σε μια ιδιότυπη εσωτερική αφού φαίνεται να αφήνεται στην άκρη το τακτικιστικό αφήγημα: «…Εκπληκτική αδυναμία δείχνει από την αρχή ο Άρης στους γέρους και τους παπάδες. «Τους παπάδες της Ρούμελης, που ο Βελουχιώτης έδειχνε μια παθολογική αδυναμία απέναντί τους, που γινόταν άτακτο παιδί μπροστά τους» (Φ. Γρηγοριάδης, Αντάρτικο)
Αν δει κάποιον ρακένδυτο ή σκελετωμένο παπά, θυμώνει. Μαλώνει τους χωρικούς:
-Να πληρώνετε τον παπά σας. Πώς θέλετε να ‘χετε παπά χωρίς πληρωμή; Δεν είναι διακονιάρης ο παπάς… Είναι παπάς!
Κανείς δεν ξέρει αν ο μεσσιανισμός του Άρη (που θα μπορούσε να ενσαρκώνεται στον παπα-Ανυπόμονο που είχε πάντοτε μαζί του μέχρι το τέλος) είναι το κομβικό στοιχείο της όποιας θρησκευτικότητάς του με τον κομμουνισμό. Γίνεται, ωστόσο, αντιληπτή από πολλά επιφαινόμενα -επιπροσθέτως της παπαδίστικης σημειολογίας- η θρησκευτική υπαγωγή του στο όραμα του κομμουνισμού με σημείο αναφοράς την πίστη και την υπακοή (παρά την σκληρή πολεμική του στην ηγεσία) στο ΚΚΕ.
Υπάρχει μια διαφορά και μια ομοιότητα στον Βελουχιώτη και στον Μπένγιαμιν. Αν για τον Μπένγιαμιν οι χαρακτηρισμοί ως «ένοπλου Μεσσία» περίσσευαν ήταν δεδομένο ότι ήταν εξαιρετικά άκαπνος σε σχέση με την δράση. Αντίθετα, ο Άρης ήταν άνθρωπος της δράσης. Η ομοιότητα μεταξύ τους συνίσταται στον θάνατό τους. Πέθαναν με τον ίδιο τρόπο: αυτοκτόνησαν για να μην παραδοθούν.
Κι αν ο Μπένγιαμιν έχανε αργά και επίπονα τον εαυτό του τις τελευταίες του ώρες μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Πορτμπού της Πορτογαλίας φοβούμενος την παράδοσή του στους χιτλερικούς από ισπανούς φαλαγγίτες, ο Άρης Βελουχιώτης πέρασε τις τελευταίες του μέρες με το όπλο στο χέρι διωκόμενος όχι μόνο από τις συμμορίες των άθλιων δωσίλογων (αυτοί ήταν εύκολοι αντίπαλοι) αλλά από την κομματική χίμαιρα (ένας δύσκολος και θανάσιμος αντίπαλος που ξεθεμελίωνε κάθε κίνητρο για αυθεντική ζωή, αποκαθήλωνε την επαναστατική οραματική μαζί με την όποια θεολογική της πίστη). Με δεδομένο ότι, σε αντίθεση με τον Μπένγιαμιν, ο Βελουχιώτης μπορούσε να αποδράσει και δεν το έκανε επιβεβαιώνοντας έτσι το βούλιαγμά του στην απώλεια της πίστης, διαβάζουμε για τις τελευταίες μέρες, όπως τις περιγράφει ο Δ. Χαριτόπουλος στο βιβλίο του Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων: «Ακόμη και ο σιδερένιος οργανισμός του, που άντεχε σε όλα, δεν ανταποκρίνεται όπως πριν. Τώρα, για πρώτη φορά από τότε που βγήκε στο βουνό, λαχανιάζει, ιδρώνει, έχει ρίγη και συχνά χρησιμοποιεί ένα μουλάρι για τις μετακινήσεις. Ο Λέων που είναι συνεχώς δίπλα του, το βλέπει: Για πρώτη φορά από τότε που είχα πρωτοπάει μαζί του, τον έβλεπα να λαχανιάζει. Με το ζόρι έβαζε καμιά μπουκιά στο στόμα του κι όλο παραπονιότανε για κρυάδες. Καβάλα στο μουλάρι μπορούσε να πηγαίνει ώρες με τα μάτια κλειστά, βυθισμένος σε νάρκη».
Ενώ ο κλοιός έσφιγγε από τους άθλιους δωσίλογους, η κομματική χίμαιρα ήταν αυτή που έχυνε οριστικά και τελεσίδικα το δηλητήριό της: «Μετά την ανακοίνωση της διαγραφής του στον Ριζοσπάστη υπογεγραμμένη από τον Ν. Ζαχαριάδη, σύντροφός του γράφει: Δεν υπάρχει ελπίδα. Πίνει συνεχώς, και τις νύχτες δεν του κολλάει ύπνος, βρυκολακιάζει βηματίζοντας πέρα δώθε με ένα τσιγάρο στο χέρι.» Ακόμη και την τελευταία στιγμή, λίγο πριν καρφώσει το πιστόλι στον κρόταφό του ήταν γνωστό τοις πάσι ότι: «Είναι βέβαιο πως αν το αποφάσιζε ο αριστοτέχνης των στρατιωτικών ελιγμών, θα κατόρθωνε να διαφύγει από την παγίδα που κλείνει γύρω του. Τώρα σα να μην τον ενδιαφέρει τίποτα. Ούτε να ζήσει. Οι τελευταίες μέρες του Άρη είναι ένα ανεξήγητο δρομολόγιο θανάτου, ακόμη και γι’ αυτούς που ήσαν μαζί του. «Ο Άρης κάθεται σα να μην γίνεται μάχη» γράφει ο σύντροφός του Σεβαστάκης. Οι σφαίρες σφυρίζουν γύρω του, μα δεν δίνει σημασία. Η μάχη που τον ενδιαφέρει, η δική του μάχη, έχει οριστικά χαθεί. Δεν στρέφεται να ανταποδώσει τα πυρά στους διώκτες του ούτε προσπαθεί να φύγει. Ξέρει πως είναι μάταιο. Και να σωθεί και να φτάσει στη Ρούμελη, τίποτα δεν θα αλλάξει. Αντάρτικο πια δεν ξαναγίνεται.»
Ίσως όλη αυτή η αναφορά για την «θεολογική» σχέση Βελουχιώτη και Μπένγιαμιν να μην έχει πραγματική βάση. Ίσως, όμως, και να έχει μια συμβολική βάση όπου στα πρόσωπα αυτά συναντώνται μια ιδιότυπη θεολογία και μια ιδιότυπη επανάσταση. Ίσως ο θάνατός τους να αποτελεί την απόληξη μιας βαθιάς μελαγχολίας όπως την περιγράφει ο Ντανιέλ Μπενσαϊντ για τον Σεν-Ζυστ στο βιβλίο του Εγώ η Επανάσταση:«Βυθιζόταν σε μιαν άπειρη θλίψη, που βουβαίνει. Που σκάβει ένα μεγάλο εσωτερικό κενό, σάμπως ξαφνικά να αδειάζεις μέσα σου. Το λέω ξέροντας για τί πράγμα μιλάω, αυτό το βούλιαγμα στη μελαγχολία του Σεν-Ζυστ και του Μπλανκί, πιο σοβαρή ακόμα κι από τη ρομαντική κι απογοητευμένη μελαγχολία του Μποντλέρ ή του Μαλαρμέ. Είναι η διαύγεια της καταστροφής, που ορθώνεται απέναντι στις μακαριότητες της προόδου. Τη συνάντησα το 1794. Την ξαναβρήκα μετά τον Ιούνιο του 1848. Ήταν πάλι εκεί την επομένη της Κομμούνας, η μελαγχολική αιωνιότητα του ανθρώπου απέναντι στα άστρα… αυτή που έκανε τον Μπλανκί να παραδέρνει στα όρια της τρέλας.»
Πηγή: πτέρυγα Κ