Η αναγκαιότητα του περιττού

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 04.12.17 ]

   Τριγυρνώντας στους δρόμους της γειτονιάς παρατηρεί τους πρόωρους στολισμούς, τα φανταχτερά στολίδια, τις απαστράπτουσες μπάλες, τις εορταστικές φωταγωγίες, τόσα πολλά «ψιμύθια», σκέφτεται, από πού πήγαζε αυτή η επιδειξιομανία, ο υπερκαταναλωτισμός, είναι άραγε το περιττό τόσο αναγκαίο, κρύβει τη γύμνια της ψυχής ή μήπως «τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα» καλύπτουν τη σήψη, την ψυχική  ερήμωση. Κάτι τέτοιες μέρες φέρνει στο νου του «το κοριτσάκι με τα σπίρτα»,  τους ανθρώπους που είναι «στην απέξω», τους υπερήλικες στα χωριά που ζουν σε σπίτια παγωμένα από την απουσία και δεν τα  ζεσταίνει η ξυλόσομπα, τους άστεγους των μεγαλουπόλεων που ζουν κυριολεκτικά στο δρόμο, τους χιλιάδες πρόσφυγες που απώλεσαν πατρίδα, περιουσία και ίσως και την ελπίδα, τους πονεμένους σε κρεβάτια νοσοκομείων που καρφώνουν τα μάτια στην πόρτα, προσμένοντας μάταια έναν επισκέπτη. Κάτι τέτοιες μέρες ο νους του πάει στους ανέστιους, τους πλάνητες, τους μοναχικούς.

   Εκείνος νοσταλγεί περασμένα Χριστούγεννα, που ο κόσμος φορούσε τα γιορτινά του και πήγαινε στην εκκλησία και  αρκούσε μια τηγανιά χοιρινό, η χορτόπιτα της μάνας, και κρασί από τ' αμπέλι του πατέρα, να πιάσουν το χορό, να ξεχυθούν οι καημοί και ν' αναγαλλιάσουν οι ψυχές. Τότε που τα παιδιά τραγουδούσαν  τα κάλαντα, με τσέπες γεμάτες καρύδια και κάστανα και στα σχολεία διάβαζαν Παπαδιαμάντη και Κόντογλου, ενώ στη γειτονιά ακούγονταν το «χιόνια στο καμπαναριό» και το «Άγια Νύχτα» και η τηλεόραση έπαιζε ασπρόμαυρες ταινίες. Και αντί για παραστολισμένο δέντρο κρεμούσαν ρόδια και κυδώνια σ' ένα κλωνάρι έλατο, οι λέξεις reveillon και table d’ hote δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο και γιόρταζαν Χριστούγεννα με χιόνια και όχι «καλιφορνέζικα». ‘Η μήπως το παρασκεφτόταν και το υπερανέλυε και δεν αφηνόταν απλά στη μαγεία της γιορτής, γιόρτασε μέσα σου και άσε τον καθένα να γιορτάζει όπως θέλει, «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», συμβιβάστηκε στο τέλος, σήκωσε το γιακά του πανωφοριού του και χάθηκε στο σκοτάδι. Κι αφού είναι η αναπόληση είναι συνήθως αμφίβολο προνόμιο των ωριμότερων, μάλλον ωριμάζω, σκεφτόταν αυτοσαρκαζόμενος…