Συναχθήκαμε ξανά κόντρα στον καιρό, η Ευγενία, ο Κώστας, η Ελένη, η Παναγιώτα, ο Κωνσταντίνος, ο Αριστοτέλης, ο Δημήτρης…
«[…] η Σόμαινα, ο Λεωνίδας και η Ουρανία, ο Βασίλης και η Σιμέλα· η Μάγδα, η Ανδριανή, ο Γρηγόρης και η Τζασμίνα· ο Ιάκωβος και ο Πανίκας, ο Κωνσταντής κι η Χάνα. Η Μίρκα. Εμένα που τα ιστορώ. Ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν στο χρόνο. Και τα σπίτια τους σκέλεθρα όπως και οι ψυχές τους, όπως και οι ψυχές μας – κάδρα δίχως ζωγραφιά». […] (σελ. 22).
Διαβάζει ο Δημήτρης Χριστόπουλος το «Τζίντιλι», που πάει να πει ανεμοστρόβιλος, στο «Επίκεντρο».
[…] Τζίντες και Τζίντιλι οι βουνίσιοι που μένανε στα γύρω χωριά λένε τα φανταστικά ξωτικά των βουνών –τέσσερις θεότητες που κρατούν σαν Άτλαντες στους λιγνούς τους ώμους τον άξονα της γης, κι άμα χαθούν ο κόσμος όλος θα βυθιστεί στο χάος–, κόρες μιας αρχαίας ουράνιας θεότητας που την έκλεψε ο Βορέας, ο θεός του φοβερού βόρειου ανέμου, τέσσερα ξωτικά που κινούνται με τη μορφή ανεμοστρόβιλου χορεύοντας και τραγουδώντας και μπορούν να πάρουν τα λογικά ή τη φωνή ενός ανθρώπου αν αυτός κοιμηθεί στο σημείο που αυτές χορεύουν ή να θυμώσουν άγρια αν κάποιος πειράξει το καταφύγιό τους ή σκάψει τη γη τους […] (σελ. 67)
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος ενορχηστρώνει μοτίβα παράλληλα, ιστορίες που τέμνονται, ζωές που διατρέχουν την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία, τη Μεταπολίτευση, τη σύγχρονη εποχή.
Έρωτες, μίση, φυσικές καταστροφές. Ψυχές ζωντανές, αλλά και νεκρές, θαμμένες στα ορυχεία ή χαμένες στη μισαλλοδοξία.
Στο ΕΠΑΛ, στη Σταυρούπολη με πάει ο συνειρμός. Την οικολογική καταστροφή σκέφτομαι.
Στο «Τζίντιλι» οι ελληνικοί μύθοι, τα δημοτικά τραγούδια, τα μοιρολόγια αφηγούνται τη δύσκολη ζωή, τη νέα δυστοπία.
[..] Και να ’μαστε τώρα εδώ, μέσα σ’ αυτή την κιβωτό που αρμενίζει –φίλοι, συγγενείς, αδέλφια. Ποντιακά, μακεδονίτικα, βλάχικα, ελληνικά, μαγιάρικα σε στόματα ξεχασμένα – μια Βαβέλ το σπιτικό μας. Ευχαριστημένοι που δεν επιτρέψαμε όλα να γίνουν στάχτη […] (σελ. 24)
Δημήτρης Χριστόπουλος
Τζίντιλι
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Το Ροδακιό