Αόρατα βιβλία και συγγραφείς φάντασμα
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 23.05.20 ]Γαλήνεψε την ψυχή σου. Ίσως θα μείνεις για πάντα στην πυκνή παράταξη των φαντασμάτων – έτσι με παρηγορεί ο νεαρός μου φίλος, σχολιάζοντας όσα ψιθύριζα από μέσα μου (κάτι βέβαια πρέπει να είχε φτάσει στ’ αφτιά του), για την απουσία των βιβλίων μου στα βιβλιοπωλεία.
Εγώ από την άλλη, δεν γαληνεύω την ψυχή μου, δεν μπορώ. Και σε διαβεβαιώνω ότι κάθε συγγραφέας θα σου έλεγε το ίδιο. Πώς μπορώ -θα σου έλεγε– να γαληνέψω την ψυχή μου; Αν το έκανα δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να χάνω ημέρες και νύχτες να τυραννώ την ψυχή μου, πάνω σε μια σελίδα, σε μια φράση, σε μια γραμμή, σε μια λέξη; Για ν’ ακολουθήσω τη σοφή συμβουλή σου; Όχι, και πάλι όχι, δεν γαληνεύω την ψυχή μου. Αλλά ας δεχτούμε ότι το κάνω. Κι ας ισχύει για μένα. Θα έπρεπε να γαληνέψει την ψυχή του, να υποκύψει στο να μείνει, όπως εγώ, στην πυκνή παράταξη των φαντασμάτων, κι ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μόνο γιατί κι αυτή είναι διαγραμμένη, desaparecida, και έχει καταλήξει ανύπαρκτη, μέσα στη μη ορατότητά της; Σ’ αυτή συγκαταλέγονται πολλά βιβλία που, ειδικά οι πιο νέοι, θα έπρεπε τουλάχιστον να μπορούν να δούνε όταν μπαίνουν σ’ ένα βιβλιοπωλείο, για να τους έρθει η ιδέα να τα διαβάσουν και ν’ αναρωτηθούν ποιος είναι αυτός που τα έγραψε, βιβλία από τα οποία θα μπορούσαν να μάθουν κάτι: για παράδειγμα να δημιουργήσουν εκείνο τον κρίκο λογοτεχνικής και γλωσσικής μνήμης που τα συνδέει με εκείνα που προηγήθηκαν, και για να μην αισθανθούν σαν μια κηλίδα πετρελαίου που επιπλέει πάνω στη θάλασσα του παρόντος.
Υπάρχουν πολλά σημαντικά βιβλία για τα οποία ο νεαρός μου φίλος ούτε που υποψιάζεται την ύπαρξή τους και που δεν θα βρει εκτεθειμένα στην πρώτη γραμμή ενός βιβλιοπωλείου.
Τελικά είναι ο βιβλιοπώλης που καθορίζει την ορατότητα ενός βιβλίου; - με ρωτά με επιμονή ο συνομιλητής μου.
Σήμερα –του λέω- η φιγούρα του βιβλιοπώλη έχει αλλάξει και ο βιβλιοπώλης δεν μπορεί ν’ ασχοληθεί, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, με το να δίνει συμβουλές και να καθοδηγεί τους πελάτες όπως έκανε παλιά. Σήμερα ο βιβλιοπώλης μιλά μέσα από τη θέση που έχουν τα βιβλία στα ράφια και στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου, και φαίνεται από αυτή τη θέση η σπουδαιότητα που δίνεται στο ένα ή στο άλλο βιβλίο, σ’ εκείνη ή στην άλλη σειρά, στο ένα ή στο άλλο είδος βιβλίου.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι αυτή η θέση εξαρτάται, τις περισσότερες φορές, όχι από το γούστο ή την επιθυμία του βιβλιοπώλη, αλλά ειδικά στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, σύγχρονα και εξοπλισμένα, από τις πιεστικές ανάγκες της αγοράς, που κι αυτές εξαρτώνται από τη διαφήμιση, από τη γενική κουλτούρα και από την εκδοτική πίεση.