Μαρία Πολυδούρη: Μην πάρεις τα μάτια σου από μένα...

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 29.04.16 ]

Σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου 1930 αυτοκτόνησε η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Ο έρωτας ήταν αυτός που κινητροδοτούσε την ίδια τη ζωή για την Μαρία Πολυδούρη. Και ο έρωτας για την ίδια έφερε το όνομα του τραγικού Κώστα Καρυωτάκη.  

Στη μυθιστορία του Γκιμοσούλη «Βρέχει φως», η Μαρία Πολυδούρη, το ερωτικό υποκείμενο του αφηγητή, αλλά και ο Άλλος, ο αντίζηλος Καρυωτάκης, που με την αυτοκτονία του είναι αδύνατον να ηττηθεί, καθώς δεν μπορείς να νικήσεις έναν νεκρό, ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αισθάνονται «ατελείωτα», δηλαδή απόλυτα, μέσω της φαντασίας και του «διπλού» βλέμματός της. Με αυτό υπερβαίνουν την απλή αισθητηριακή εντύπωση και προχωρούν στις αθέατες πλευρές, εκείνες όπου βρίσκεται όλη η ομορφιά και η χάρη των πραγμάτων. Μολοντούτο, δημιουργείται και πάλι μία καίρια παρενέργεια. Καθώς η απόλαυση αναρριπίζει την επιθυμία και την καθιστά πιο έντονη, δημιουργεί συγχρόνως ένα ανεξάντλητο και αδιαλείπτως ανελυσόμενο ρεπερτόριο επιθυμούμενων επιθυμιών που καταλήγει σ’ ένα συνεχή βασανισμό και στην αποκαλούμενη «οδύνη της ηδονής». «Πως είναι δυνατόν μία και μόνη απόλαυση να ισοδυναμεί με χίλιες οδύνες;» διερωτάται ο Λεοπάρντι, παραφράζοντας το στίχο του Πετράρχη. Απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο η διαπίστωση: «κι όμως έτσι προχωρεί η ζωή», ως εική, όπως τύχει. Την τύχη επικαλείται και η Πολυδούρη καθώς και το παράλογο της ζωής και του θανάτου. Αλλά αυτή ανακαλύπτει από νωρίς το μυστικό της ζωής, ως πράξη και πίστη σε κάτι, σ’ ένα ιδανικό, σ’ έναν έρωτα, σ’ έναν άνθρωπο: «Μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μες στο σκοτάδι», γράφει στον Καρυωτάκη. Εκείνος απέτυχε να πιαστεί από κάπου και πλήρωσε: «... για όσους, καθώς  εγώ, δεν έβλεπαν κανέναν ιδανικό στη ζωή τους... κ’ εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία». 

 Η Μαρία Πολυδούρη εμφανίστηκε στα γράμματα σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.

Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές — τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921) — και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.

Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την Πολυδούρη και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Παρά την αφοσίωση του Γεωργίου, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Χριστομάνου.

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Ο Κώστας Στεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη:

Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία [...] Γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.

Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. 

Επιστρέφοντας στο «Βρέχει φως» του Κώστα Γκιμοσούλη, σκέφτομαι το παράδοξο, που διατύπωσε πριν αιώνες ο ποιητής ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, σύμφωνα με το οποίο «αν δεν υπήρχε η αγάπη για τον εαυτό μας, δεν θα υπήρχε δυστυχία· από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να υπάρχει ευτυχία χωρίς την αγάπη για τον εαυτό μας». Εξ αιτίας αυτού του αδιεξόδου, λοιπόν, η ζωή στερείται τη φυσική και υπέρτατη ανάγκη της, την επιθυμία της, το σκοπό της, την τελειότητά της, δηλαδή την ευτυχία, γεγονός που την καθιστά από τη φύση της μία βίαιη κατάσταση. Ο πολιτισμός, επιπλέον, συντελώντας στην εκλέπτυνση των ψυχικών ιδιοτήτων και τον εμπλουτισμό της εσωτερικής ζωής, οδηγεί στη μεγαλύτερη ανάπτυξη της αγάπης για τον εαυτό μας, στην αύξηση της επιθυμίας για την ευτυχία και κατά συνέπεια σε μεγαλύτερη δυστυχία, η οποία είναι ευθέως ανάλογη της προόδου. Έτσι, η διηνεκής ματαίωση της ευτυχίας καθιστά τη βία της ζωής, με την εσωτερικευμένη μορφή της κατάθλιψης, ατελείωτη και τη «θετική δυστυχία» παρούσα κάθε στιγμή.

Σ’ αυτό το σημείο έρχεται να εμπλακεί η ηδονή ως ισχυρός περισπασμός και διαδικασία αποσύνδεσης από την αγάπη για τον εαυτό μας. Ενεργοποιούνται τότε το αλκοόλ για τον Καρυωτάκη, η ευθυμία και οι εφήμερες διασκεδάσεις της Πολυδούρη και γενικά ότι στομώνει το Εγώ -που με τις τεράστιες δαγκάνες του μας καταπίνει.  Όμως, «ζει κανείς στο βαθμό που αγαπάει τον εαυτό του» και η αγάπη της ηδονής, επειδή είναι αδιαχώριστη συνέπεια αυτής της αγάπης, αδυνατεί να δώσει άπειρες πραγματικές απολαύσεις, γι’ αυτό γίνεται μία αναπλήρωση των ελλείψεων μέσω της ελπίδας και των αυταπατών της μεγαλύτερης δυνατής ποικιλίας απολαύσεων. Με αυτό τον τρόπο η χαρά της προσμονής, της προσδοκώμενης ευτυχίας και η έντονη βίωσή της μέσω της ονειροφαντασίας δημιουργεί τις συνθήκες μιας προεξοφλημένης απόλαυσης που είναι, μάλιστα, πιο έντονη από αυτή που πρόκειται να συμβεί, αν συμβεί. Η γραφή, τα επιδομένα ή τα ανεπίδοτα γράμματα και ποιήματα των δύο νέων θα λειτουργήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.