Sempre sorridente

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 09.07.19 ]

Χαμογέλασε όπως κάποιος που αναρρώνει από θλίψη. Όχι ακριβώς χαμόγελο. Σηκώθηκε από τη θέση της. Φόρεσε τα γάντια και τον σκούφο της. Κούμπωσε το παλτό της. Έκανε κρύο έξω. Και μέσα το ίδιο. Στο τζάκι είχαν μείνει μόνο στάχτες. Εκείνος, ένας άνθρωπος ηττημένος. Κρατούσε το πρόσωπο στις μεγάλες παλάμες του. Τα μάτια χαμηλά.

            «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ», του είπε κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

            Ήξερε πως έλεγε ψέματα. Κι εκείνος το ήξερε, μα δεν θα την ξεχνούσε. Ποτέ. Κυρίως αυτό το όχι ακριβώς χαμόγελό της, όπως κάποιου που αναρρώνει από θλίψη.

             Συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του.

            Πώς να αναγνώσει εκ του σύνεγγυς αυτό της το χαμόγελο, το όχι ακριβώς, τώρα που δεν το έβλεπε;

            Έγραψε πάνω σ’ ένα χαρτί: «Χαμογέλασε όπως κάποιος που αναρρώνει από θλίψη». Λέξεις πάνω στη σελίδα. Κι αν κάνει λεκτική ανάλυση του κειμένου, θα αναλύσει μήπως έτσι το χαμόγελό της; Η γλώσσα πραγματώνει αυτό που εικονίζει. Δείχνει σιωπηρά. Οι λέξεις ηχούν αυτό που εννοούν. Μα πουθενά μες στο δωμάτιο εκείνο το όχι ακριβώς χαμόγελό της.

            Ύστερα ξανακοίταξε το χαρτί. Αν καταλάβαινε τις ευρύτερες και αφηρημένες δομές του; Μήπως δεν είναι τάχα τα νοήματα που δίνουμε στις λέξεις αυθαίρετα εντελώς; Γιατί συσχετικά δεν είναι; Ποια είναι εδώ τα ζεύγη αντιθέτων; Χαμογέλασε–δάκρυσε (ίσως). Αναρρώνει–υγιαίνει (γιατί όχι;). Θλίψη-Χαρά. Κι αν φτιάξει μια παραδειγματική αλυσίδα λέξεων που θα τον οδηγήσει; Χαμογέλασε, μειδίασε, γέλασε, ξεκαρδίστηκε (αυτό πάει πολύ, και καθόλου δεν αποδίδει εκείνο το όχι ακριβώς). Κι αφού διακρίνει τη γλώσσα από την ομιλία και η γλώσσα είναι αυτή που δεν καταγράφει απλώς τον κόσμο, αλλά τον συνιστά, γιατί τώρα οι λέξεις στο χαρτί δεν συνιστούν κι αυτό το ίδιο το χαμόγελό της;

            Άγχος τον κατέλαβε ότι ο έλεγχος του γλωσσικού συστήματος του διέφευγε κι ίσως ποτέ να μην τον είχε. Και στην τελική τι είναι αυτό που μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα; Μήπως αυτός  που έγραψε τη φράση στο χαρτί δεν είναι πια νεκρός; (μήπως δεν ήταν ήδη από τη στιγμή που εκείνη έκλεισε αυτή την πόρτα πίσω της;). Κι ενώ για εκείνον έχει χτυπήσει το αμετάκλητο στου χρόνου το ρολόι, κι αφού «κανένα τέλος (όλα τους δειλά) δεν έρχεται με άδεια χέρια», την ίδια ώρα δεν γεννήθηκε αυτός, ο άλλος, που θα διαβάσει το χαρτί του; Κι ας κόψει το λαιμό του αυτός, ο άλλος, ας ψάχνει για αντιφάσεις και παράδοξα, για αλλαγές και ρήξεις στον τόνο, στην εστίαση, στον χρόνο των ρημάτων, στου χρόνου του ίδιου τον χειρισμό, στα πρόσωπα και στις στάσεις απέναντι στα πράγματα. Ας το αποδομήσει αυτός, ο άλλος, να βρει την απουσία, την παράλειψη και το αδιέξοδο. Ας διατρανώσει έπειτα περήφανος πως διαπιστώνει κειμενική ασυνέχεια. Αυτός(ήδη νεκρός, να μην το ξαναλέμε, από την ώρα που δεν έχει αυτό το όχι ακριβώς χαμόγελό της) θα ίπταται στη χώρα του ποτέ και πουθενά.

            Κι έπειτα, σκέπτεται, αν όλο αυτό δεν ήταν παρά μια εντύπωση, μια μορφή αποσπασματική, μια ασυνεχής αφήγηση, ένα πείραμα, μια προσπάθεια καινοτόμος να φανεί; Ένα θραύσμα στο μυαλό και την ψυχή αυτό το όχι ακριβώς χαμόγελό της. Να θρηνήσει τάχα; Να πέσει στα πατώματα; Να διακηρύξει less is more και να πορευτεί, όπως μπορεί, θλιμμένος; Ή μήπως να γιορτάσει; Να το βιώσει σαν μια ιλιγγιώδη απελευθέρωση απ’ την κλειστοφοβία των παγιωμένων του πεποιθήσεων και να το κάνει υπερβολικό, φανταχτερό, κακόγουστο γιατί όχι; Μήπως η απώλεια του πραγματικού (αυτού του όχι ακριβώς χαμόγελού της) δεν θα νομιμοποιούσε και την σκληρή του αδιαφορία για τον πόνο;

            «Χαμογέλασε όπως κάποιος που αναρρώνει από θλίψη». Να βάλει αυτή τη φράση στο ντιβάνι. Απώθηση ή εξιδανίκευση; Τι να διαλέξει; Τι θα ‘λεγε ο παππούς ο Φρόυντ; Μήπως, τραβώντας μία τζούρα από το πούρο του, θα κατέληγε πως είναι καθηλωμένος στο στοματικό στάδιο, γι’ αυτό κι η εμμονή του με το στόμα της και το χαμόγελό της; Κι αφού ο Λακάν διατείνεται πως «είμαι εκεί όπου δεν σκέφτομαι», αυτός που τη σκέφτεται συνέχεια, μάλλον, δεν είναι πουθενά.

            Κι αν έγραφε την ίδια φράση γυναικεία; Αφού γυναίκα δεν γεννιέσαι, γιατί κι αυτός να μην μπορεί να γίνει; Αν ο φθόνος του πέους ως έμβλημα κοινωνικής δύναμης ήταν αυτός που άνοιξε την πόρτα για να φύγει μακριά του, το κόβει σύριζα κι υιοθετεί αμέσως μια γυναικεία γραφή, αυτήν την παραβατική, την πάνω από κανόνες. Μήπως δεν είναι ήδη σε κατάσταση μέθης; Κι έπειτα τι άλλο είναι πια κι αυτή η σεξουαλική ταυτότητα από μια πολιτισμική κατασκευή; Την απεκδύεται και ησυχάζει. Και γκέι μπορεί να γίνει, αν είναι να ριχτεί μαζί της στον αγώνα ενάντια στην ομοφοβία και τον ετεροσεξισμό. Ο,τιδήποτε, αρκεί αυτό το όχι ακριβώς χαμόγελό της να ξαναλάμψει στο δωμάτιο.

            Αν πάλι θέλει θα μπλεχτεί σε πάλη ταξική. Κι αν τη φυγή της δεν κατανοεί, τι σημασία έχει αφού με σώμα και με νου και με ψυχή τόσο ποθεί να την αλλάξει; Αλλιώς δεν είναι άνθρωπος, ένα πράγμα είναι μόνο, δίχως το όχι ακριβώς χαμόγελό της. Αλλοτριωμένος. Κι ο κόσμος ο οικείος μοιάζει νέος, σαν να τον βλέπει πρώτη του φορά. Αχ! Αυτός ο καπιταλισμός και τα κόλπα του να επιβάλλει τις δομές της καταπίεσης. Αυτό το όχι ακριβώς χαμόγελο καταπιεστική δομή και κυρίαρχη ιδεολογία. Κι ο Μαρξ τι να του κάνει; Ποιος Ένγκελς και ποιος Αλτουσέρ; Στα δύσκολα λακίζουν.

            Έπρεπε να το περιμένει. Το ωροσκόπιό του στην πρωινή εφημερίδα τα ’λεγε όλα «Δύσκολη μέρα για σκορπιούς». Κι αυτός το πέρασε στο ντούκου. Σφάλμα να παραβλέψει το συγκείμενο. Γι’ αυτό και τώρα νιώθει έγκλειστος στο Πανοπτικόν, ενώ στο κέντρο τον χαζεύει εκείνη με το όχι ακριβώς χαμόγελό της.

            Ξαναδιάβασε την πρόταση:

            «Χαμογέλασε όπως κάποιος που αναρρώνει από θλίψη». Αμετάβατα ρήματα: χαμογέλασε, αναρρώνει, (ενδιαφέρον), και μια συμπαραθετική ρήξη: αναρρώνει από θλίψη, όχι από γρίπη, όπως θα περίμενε κανείς. Τι διάολο να τα κάνει τώρα αυτά τα υφολογικά τεκμήρια; Μήπως δεν το πιασε το νόημα; Αποχώρηση ήταν, φτύσιμο, ναι. Αλλά το ύφος ήταν άλλο πράγμα. Θυμήθηκε και κάτι που ’γραψε ο Μπουκόφσκι για κάποιους ανθρώπους που έχουν λιγότερο ύφος απ’ τους σκύλους τους, αλλά οι γάτες έχουν πάντα ύφος περισσό, ή κάπως έτσι. Άσχετο ή μήπως σχετικό;

            Τίποτα δεν είναι άσχετο. Ακόμα κι ό,τι μοιάζει τέτοιο με την πρώτη ματιά. Τώρα που το ξανασκέφτεται αυτές οι στάχτες στο τζάκι, δεν θα μπορούσαν από περιθώριο να γίνουν κέντρο και ξεχνώντας το όχι ακριβώς χαμόγελό της να θυμηθεί τη φύση και τάχα να ισχυριστεί ότι παρεξηγήθηκε η γραφή του που κατά βάση ήταν οικοκεντρική; Αυτός που θα θυσίαζε όλα τα δάση του Αμαζονίου για να την ξαναφέρει στο δωμάτιο.

            Γιατί, αν έψαχνε τις ετικέτες από τα γάντια και τον σκούφο της ή κι από το παλτό που κούμπωσε πριν φύγει, δεν θα διάβαζε ότι κατασκευάστηκε από κάποιον στο παρελθόν αποικιοκρατούμενο λαό; Κι εκείνος αντί, ως όφειλε, ν’ απαξιώσει την αποικιοκρατική την ιδεολογία, την αποθεώνει μόνο και μόνο γιατί χαϊδεύει τα μαλλιά της και τα χέρια της και αγκαλιάζει το κορμί της σφιχτά και ζεστά, ώστε να μπορέσει να φύγει στο κρύο αφήνοντας πίσω την ανάμνηση του όχι ακριβώς χαμόγελού της. Αν το μπορούσε τώρα θα ξέσκιζε τα ρούχα αυτά, γυμνή να την αφήσει με άλλοθι μια ανάγνωση μεταποικιακή.

             Φαινόταν καθαρά πως τα είχε τελείως χαμένα.

            «Δώσε μου το λόγο», φώναξε, «και πάψε να μιλάς για μένα σαν μην είμαι στο δωμάτιο».

            Μη μπορώντας τίποτα να κάνω τον άφησα να μιλήσει.

             Σε ξέρω εσένα. Σ’ έχω διαβάσει στον Genette. Παντογνώστης αφηγητής με μηδενική εστίαση. Και θες εσύ ν’ αφηγηθείς την ιστορία τη δική μου. Για σένα τίποτα δεν λες. Μα εγώ σε ξέρω. Ένα βλίτο που θεωρεί εμένα λάπατο. Με κλείνεις σε εισαγωγικά και με χορεύεις κατά βούληση. Και πιστεύεις ότι με ευκολία αλλάζεις επίπεδα από το εξωδιηγητικό, στο ενδοδιηγητικό και στο μεταδιηγητικό και επιχειρείς κι αφηγηματική μετάληψη δίνοντάς μου τον λόγο. Να γίνω εγώ το πρώτο πρόσωπο και εσύ να κάτσεις στη γωνιά σου να κάνεις επανάληψη την αφηγηματολογία. Όσο λοιπόν εσύ θα μελετάς το πώς θα αφηγηθείς την ιστορία, τι κόλπα θα κάνεις με τον χρόνο και τη χρονική σειρά, πότε θα επιταχύνεις (γιατί δεν ξέρεις τι να πεις) και ποτέ θα επιβραδύνεις (γιατί θαρρείς καλά πως κατέχεις το αντικείμενο) κι όσο θα μου τριβελίζεις το μυαλό με την επαναληπτική σου αφήγηση (έλεος πια 500 φορές αυτό που έγινε μόνο μία, o.k. «Χαμογέλασε όπως κάποιος που αναρρώνει από θλίψη», το καταλάβαμε πόσες φορές θα μας το πεις;), είπα, όσο λοιπόν εσύ θα μελετάς το πώς, άσε με εμένα να σου πω το τι. Το τι λοιπόν είναι ότι έφυγε. Μου χαμογέλασε κι έφυγε. Κι αυτό το όχι ακριβώς χαμόγελό της σαν κάποιου που αναρρώνει από θλίψη ήταν για να υπογραμμίσει πως εγώ ήμουν η θλίψη της. Κι αν στήριζα το πρόσωπο με τις παλάμες ήτανε για να μην κυλήσει το κεφάλι μου στο πάτωμα, μέσα στο τζάκι με τις στάχτες, Και θα ’δινα όλου του κόσμου τη γνώση και τη θεωρία μόνο για να γυρίσει πίσω ή έστω να μη με ξεχάσει. Γιατί να ξέρεις και μένα με ξέχασε και σένα ακόμα περισσότερο, αμέσως με το που έκλεισε πίσω της την πόρτα, γιατί κι οι δυο μαζί αποδειχτήκαμε ανάξιοι και λίγοι για να μας θυμάται.

        Τον άφησα και τα ’πε όλα. Ύστερα έσκυψε πάνω στα χαρτιά του. Έφτιαξε σαΐτες. Άνοιξε το παράθυρο κι ο ουρανός γέμισε χάρτινα πουλιά.«Χαμογέλασε όπως κάποιος που αναρρώνει από θλίψη».