Το Συνεχές, Ατελείωτο, Ολοκληρωτικό Παρόν

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 19.04.16 ]

Σε μια Παγκόσμια ιστορία των αριθμών (νομίζω του Ζωρζ Ιφράχ, αν θυμάμαι καλά), υπάρχει η παρακάτω ιστορία: ένας κύριος ξυπνάει το πρωί εκνευρισμένος και τα βάζει με το εκκρεμές του σπιτιού του. «Τη νύχτα –λέει– το ρολόι τρελάθηκε. Χτύπησε πέντε φορές τη μία, ενώ ήταν πέντε».

          Ο κύριος που διαψεύδει το ρολόι είναι βέβαια τρελός. Το εκκρεμές χτύπησε σωστά, συμπεριφέρθηκε άψογα. Ο συκοφάντης όμως έχει μερικά ελαφρυντικά. 

          Αν το εκκρεμές περιοριζόταν στο να υποδεικνύει την ώρα στο καντράν δεν θα είχαμε προβλήματα, γιατί στους αριθμούς (ρωμαϊκούς ή αραβικούς) το πέντε έχει μια μορφή διαφορετική από το ένα, έτσι δεν θα υπήρχε καμιά περίπτωση σύγχυσης.

          Το δυστύχημα είναι πως θέλει να «μιλήσει», θέλει να «παίξει» τις ώρες και δεν γίνεται αντιληπτό. Τραγουδώντας και μετρώντας χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις, το εκκρεμές αποκαλύπτει τον ερμαφροδιτισμό των αριθμών που, πέρα από τη γλώσσα, είναι όλοι λίγο ακέραιοι και λίγο τακτικοί∙ ή καλύτερα, είναι όλοι ακέραιοι αλλά είναι επίσης έτοιμοι να μπουν σε τάξη όταν έρχονται κοντά μας ή όταν εμείς πάμε κοντά τους. Το «εκατό» και το «τριακόσια πενήντα» έχουν βέβαια την προσωπικότητά τους. Είναι όμως μόνο το εκατοστό και το τριακοσιοστό πεντηκοστό «ένα» που συναντάμε στην αρίθμηση.

          Ο αριθμός είναι το βασίλειο της απρόσωπης και αντικειμενικής αλήθειας. Η αριθμητική από την άλλη, του προσδίδει την προσωπική και υποκειμενική προοπτική μιας πρόθεσης. Πέρα από μας οι αριθμοί δεν μετριούνται: είναι σαν να προετοιμάζουμε μια προοπτική φυγής, να σηκώνουμε τις κουίντες ενός σκηνικού.

          «Το άπειρο δεν είναι κάτι που πέρα απ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε, αλλά αυτό που πέρα απ’ αυτό υπάρχει πάντα κάτι», μας διαβεβαιώνει ο Αριστοτέλης και δεν έχουμε λόγους να αμφιβάλουμε. Άρα, πέρα από κάθε αριθμό υπάρχει πάντα κάποιος άλλος.

          Και υπάρχουν αναρίθμητοι αριθμοί μέσα σε κάθε αριθμό. Η αριθμητική μας λέει ότι προχωρούμε με μεγάλους διασκελισμούς προς το ακαθόριστο, προσπερνώντας σε κάθε μας βήμα τα βάραθρα του απείρου.  Δεν αλλάζει τίποτε αν πάμε σημειωτόν ή σταματάμε. Το surplace της στιγμής είναι μη προβλεπόμενο.

Ο κύριος του εκκρεμούς θα καταλήξει σε κλινική, αλλά δεν έχει άδικο. Είναι συνηθισμένος να λέει «πέντε» όπως εμείς∙ ενώ το ρολόι μπορεί να λέει μόνον «ένα» πέντε φορές. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Να λες «ένα» πέντε φορές αντί για «πέντε» μόνο μια φορά διαψεύδει τις προθέσεις μας. Πράγματι, η αλληλουχία διακόπτεται, η στιγμή σταματά και η απαρίθμηση των αριθμών μετατρέπει την πρόοδο σε επανάληψη.

Άρα, το surplace με τη στιγμή είναι δυνατό, αν και μη προβλεπόμενο; Τα πάντα μπορούν να σταματήσουν ξαφνικά;

Αν καπνίζω δεν είναι μόνο μια «στοματική» πράξη, αλλά για να χαράξω μια γραμμή στην λεία επιφάνεια, στον γλιστερό και επίπεδο βράχο της στιγμής, όπου θα μπορούσα να γλιστρήσω χωρίς να σταματήσω. Αν καπνίζω είναι για να διαιρέσω και ταξινομήσω μια αδιευκρίνιστη ροή.

Μπορούμε να κάνουμε και καλύτερα, αλλά αυτή είναι η πιο απλή απάντηση στην πρόκληση του εκκρεμούς, την ανυπόφορη αιωνιότητα του παρόντος. Τα βίτσια είναι χρήσιμα για να απελευθερωθούμε από το hic et nunc, όπου βρισκόμαστε καρφωμένοι, και να μας επιστρέψουν τις άυλες προοπτικές του χρόνου και του χώρου.

          Η πραγματικότητα μεγαλώνει –λέει ο Μποντριγιάρ-  η πραγματικότητα πλημμυρίζει, κι όταν η πραγματικότητα γίνει παγκόσμια, θα έρθει το τέλος.

          Με την απαράμιλλη γαλλική του σκέψη ο Μποντριγιάρ υπερβάλλει, αλλά δεν ψεύδεται. Κρύψτε μας –αν θέλετε- το χρόνο, την ατέρμονη αλληλουχία του, πνίξτε μας στο οπλισμένο σκυρόδεμα της καθολικής ακρίβειας, και θα έχετε ένα big-bang. Η ψυχή θα κατακερματιστεί. Κι ύστερα θα μπορέσετε να ακούσετε αυτόν τον υπόκωφο θόρυβο που έρχεται κάτω από την ιστορία όπου, σύμφωνα με μια άλλη εξαιρετική γαλλική σκέψη (Φουκώ), υπάρχει η τρέλα.

          Υπάρχει κάτι το παράξενο στην κουλτούρα μας, που σταμάτησε το χρόνο. Δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μιλάμε για το μέλλον, είναι όμως ιδεολογικές κουβεντούλες, ένα αδιάκοπο πήγαινε ‘λα ιδεών. Στην πραγματικότητα το μέλλον το καταβροχθίζουμε. Και το παρελθόν το υποτιμάμε. Ψυχολογικά είμαστε καρφωμένοι σ’ ένα συνεχές, ατέλειωτο, διαδοχικό, ολοκληρωτικό παρόν, όπως εκείνο των εφημερίδων: μια ολιγόωρη ανάπαυση και ξαναρχίζουμε κάθε πρωί. Προσπαθούμε, δίχως να το ξέρουμε, ένα αδύνατο surplace.     

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ