Ξενιτειές

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 13.12.17 ]

Και να που πάλι πλησιάζει ο κύκλος των γιορτών. Και να που πάλι, καθώς τα χρόνια περνούν όλο και πιο ισχυρό εμφανίζεται το απαραίτητο πένθος χωρίς το οποίο δεν υπάρχει η γιορτή, αφού το κάθε φωτεινό σημείο της ζωής μας εμφανίζεται μέσα από τις σκιές του. Είναι, λοιπόν, ανθρώπινη η λύπη μέσα στη γιορτή, η λύπη για κείνο το «ποτέ πια» που όλο και περισσεύει μειώνοντας τις διαστάσεις του «για πάντα». Κι εσύ επιστρέφεις από χίλιες ξενιτειές στην μόνη σου πατρίδα: την παιδική σου ηλικία και στο μόνο σου σπίτι, το πιο μύχιο. Το σπίτι που γεννήθηκες.

Η δική μου μύχια πατρίδα βρισκόταν στην Καβάλα, στην προσφυγική συνοικία «Βύρωνα» ή «Κυρτζή». Οδός Φιλαδελφείας 1, το έγραφε και στην ταμπέλα του υποδηματοποιείου του πατέρα μου (Ερμού 4 στο κέντρο της πόλης), που την κρατάμε με σεβασμό και αγάπη ως πολύτιμο χρήμα ενός κειμήλιου καιρού (τότε που το «για πάντα» έμοιαζε ατελεύτητο και αδιατάρακτο), παρ' ότι ούτε υποδηματοποιείο υπάρχει πια, ούτε πατέρας.

Η γειτονιά τότε ήταν γεμάτη αλάνες και χωματόδρομους. Κι ακόμα μου φαίνεται παράξενο όταν περνώ από τον παράλιο δρόμο, ακριβώς μετά το σημείο που ήταν το ζαχαροπλαστείο «Πρεμέτη», το ότι μπορώ να δω το σπίτι που γεννήθηκα. Άνοιξε βλέπεις ο δρόμος, για να μην μπορεί να κλείσει η πληγή της μνήμης.

Όταν φύγαμε από κείνο το σπίτι, πρωί ήταν, πάνω στην καρότσα του φορτηγού, μου ξεριζώθηκαν τα σωθικά. Άφηνα πίσω την πατρίδα μου, τον κόσμο μου όλο, όχι για μια καλύτερη ζωή, αλλά από ανάγκη. Χρόνια αργότερα η μητέρα μου διηγήθηκε το πως γονάτισε μέσα στο άδειο σπίτι (το πατρικό της ήταν από τότε που η προσφυγιά τους έφερε από την Κωνσταντινούπολη στην Καβάλα) κι έκλαψε με ουρλιαχτά, ενώ το φορτηγό απ' έξω μαρσάριζε ζεσταίνοντας τη μηχανή του χρόνου. Δεν πήγαμε μακριά, ίσαμε την συνοικία Σούγιολου (που θα πει «ο δρόμος του νερού»). Αλλά όταν είσαι παιδί η παραμικρή μετατόπιση της οπτικής γωνίας προς τον καθ’ όλου κόσμο είναι μια βαθύτατη ξενιτειά. Και ναι: από τότε έζησα σε πολλά σπίτια, σε αρκετές πόλεις. Όμως εκείνη η ξενιτειά δεν ξεπερνιέται.

Ακόμα νιώθω στο πετσί μου ανεξίτηλα την σιωπή των σπιτιών την ώρα που ξεκινούσε το φορτηγό με τα υπάρχοντά μας. Ποιά υπάρχοντα; Τα υπάρχοντα τα αφήναμε πίσω μας. Τίποτα δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας αφού δεν θα επιστρέφαμε ποτέ. Χρόνια πολλά μετά, κατάλαβα ότι δεν ήταν σιωπή εκείνη η στιγμή της αναχώρησης. Ήταν ο θόρυβος όλων των παραθύρων που έκλειναν με πάταγο αφήνοντάς με απ’ έξω από την παιδικότητα.

Από τότε ξέρω καλά για τις ξενιτειές. Κι ίσως γι’ αυτό είναι που κάθε φορά όταν πλησιάζουν οι γιορτές (οι ματαίως ακροτελεύτειες της αέναης μετρήσεως του απαρηγόρητου), σκέφτομαι την Ελενίτσα. Μεγάλη φτώχεια στο σπιτικό τους. Όχι πως η γειτονιά ήταν πλούσια. Κάθε άλλο. Προσφυγικός συνοικισμός και τα χρόνια -αρχή δεκαετίας του ’60- δύσκολα και κυνηγημένα. Αλλά δεν πεινούσαμε κιόλας. Κι άμα είσαι παιδί -τουλάχιστον τότε- τα έχεις όλα, γιατί αυτά που έχεις είναι το όλον. Με τα ψέματα παίζαμε και παίζαμε ωραία. Δεν θέλαμε τίποτε άλλο.

Μόνο που εκτός από τις άλλες τρομοκρατίες εκείνης της εποχής, που έβλεπες συλλογισμένο τον γονιό σου και δεν μπορούσες να καταλάβεις το γιατί, υπήρχε και μια άλλη φοβερή λέξη που τρομοκρατούσε: Γερμανία. Έφευγαν, ξενιτεύονταν, σκόρπιζαν σαν τα τρελλά πουλιά οι άνθρωποι. Έφευγαν μετανάστες στη Γερμανία. Έφευγαν διωγμένοι. Έφευγαν κι ήταν σα να πέθαιναν, αφήνοντας πίσω τους γυναίκες, γονιούς, παιδιά. Όποιος έχει ζήσει τις σκηνές εκείνων των αποχαιρετισμών και, μάλιστα, με τα μάτια ενός παιδιού μπορεί να το καταλάβει. Τι λέω! Δεν ήταν σκηνές αποχαιρετισμού, ήταν μεγαλειώδεις τελετές πένθους. Όλη η γειτονιά στο πόδι να κλαίει και ν’ αποχαιρετά και να κουνάει λευκά μαντήλια και να παρηγορεί εκείνους που έμεναν πίσω, από την οικογένεια του μετανάστη και ολόλυζαν.

Κι ύστερα σιωπή. Έκλειναν όλα τα παράθυρα κι όλες οι πόρτες. Και σ’ εμάς τα παιδιά απαγορευόταν να παίξουμε. Σιωπή. Δεν ήταν από συνεννόηση των μεγάλων, απλώς συνέβαινε. Τόσο απλά όσο και το παιχνίδι.

Και παίζαμε πάρα πολύ σ’ εκείνη τη γειτονιά. Με τα ψέματα. Με κάτι σπασμένα κεραμιδάκια, με κάτι γυλάκια, με κάτι τυχαία σπαθιά που φάνταζαν ρομφαίες, με κάτι πατίνια που φτιάχναμε μόνοι μας, με ίσκιους και ίσκιους, χειμώνα-καλοκαίρι. Και η Ελενίτσα έπαιζε μαζί μας. Άλλωστε, κατά ευτυχή συγκυρία, όλα τα παιδιά της γειτονιάς ανήκαν σε δυο περίπου ομήλικες ομοταξίες: τα «μικρά» και τα «μεγάλα». Και ήταν άφταστης ωραιότητας κάποια απογεύματα Κυριακής, όταν οι «μεγάλοι» καταδέχονταν εμάς τους «μικρούς» και παίζαμε όλοι μαζί. Αγόρια και κορίτσια.

Μονάχα μια φορά η Ελενίτσα δεν έπαιξε μαζί μας. Ήταν θαρρώ ανήμερα Πρωτοχρονιάς του ’60 (ή μήπως του ’61;). Όλοι οι μικροί είχαμε βγει, περήφανοι, να δείξουμε τα δώρα που μας είχε φέρει το προηγούμενο βράδυ ο Άγιος Βασίλης. Δεν ήταν δα και πολλές οι ευκαιρίες να πάρεις δώρα. Κι έτσι, απέραντη χαρά. Έτσι και τότε. Παίζαμε και χαιρόμασταν και ήταν τόση η χαρά για το δικό σου παιχνίδι, που δεν άφηνε χώρο για να ζηλέψεις το παιχνίδι του άλλου. Εκείνη την Πρωτοχρονιά λοιπόν, ο Άγιος Βασίλης (πίστευα ακράδαντα ότι υπάρχει) μου είχε φέρει μια καουμπόικη άμαξα με τα όλα της.

Παίζαμε. Η Ελενίτσα στεκότανε μαραζωμένη σε μια γωνιά. Την πλησίασα.

- Εσένα τι σου έφερε ο Άγιος Βασίλης;

- Τίποτε. Δεν πέρασε από το σπίτι μας ο Άγιος Βασίλης.

Αχ εκείνο το βλέμμα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Σα να θρυμματίστηκε η πραγματικότητα. Πως είναι δυνατόν ολόκληρος Άη Βασίλης να έχει ξεχάσει την Ελενίτσα!

- Λες ψέματα.

- Όχι.

Εκείνη ήξερε. Μου έμαθε κι εμένα. Το πρώτο μάθημα αγριότητας, αληθινής αγριότητας και καταστροφής που πήρα στη ζωή μου. Πάει κι ο Άη Βασίλης, πάει και η χαρά της άμαξας. Δεν υπάρχει Άη Βασίλης. Αν υπήρχε δεν θα ξεχνούσε τα παιδιά.

Την άλλη χρονιά η Ελενίτσα και η οικογένειά της έφυγαν για τη Γερμανία. Ίσως εκεί να τους θυμήθηκε ο Άγιος των παιχνιδιών. Δεν την είδα ποτέ από τότε.

Ξενιτευτήκαμε. Χρόνια πολλά ξενιτευτήκαμε. Χρόνια πολλά.