Ε.Ντίκινσον: «Παράδεισος ή Κόλαση Είναι μόνο η απουσία»

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 10.12.18 ]

«Η Τρέλα η πολλή είναι εξαίσια Λογική - / στα Μάτια που γνωρίζουν να διακρίνουν - / Η Λογική η πολλή - η πιο ακραία Τρέλα - / Είναι σε τούτο η Πλειοψηφία, / Καθώς στο όλον που επικρατεί - / Συναίνεσε - και είσαι συνετός - / Εναντιώσου - παρευθύς κίνδυνος είσαι - / Και μ’ Αλυσίδες βρίσκεσαι δετός -»

Η  Έμιλι Ελίζαμπεθ Ντίκινσον θεωρείται, μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους και αντιπροσωπευτικούς Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Έζησε απομονωμένη στο δωμάτιό της μέχρι το θάνατό της. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι κι ερχόταν σε επαφή με ελάχιστους ανθρώπους. Ο Αύγουστος Κορτώ γράφει: «εξ όψεως η δεσποινίς Ντίκινσον ήταν αυτό ακριβώς: μια μοναχική ερημίτισσα της αμερικανικής υπαίθρου, μονίμως λευκοντυμένη, με τη χριστιανική εγκράτεια της επιβεβλημένης παρθενίας, ίδια και απαράλλαχτη ως τον θάνατο με τη μοναδική, αγέλαστη φωτογραφία της, τραβηγμένη στα 16 χρόνια της. Τα αναγνώσματά της; Η Βίβλος, φυσικά με έμφαση στην Αποκάλυψη, και η γλυκανάλατη, φυσιολατρική ποίηση του Κιτς. Σε πείσμα ωστόσο του σεφερικού στερεότυπου, που αποκλείει τη δημιουργία τέχνης από αυτιστικούς καλλιτέχνες σε αποστειρωμένες σοφίτες, σε πείσμα όσων φαντάζονται τις επαναστάσεις ηχηρές και τους επαναστάτες οργιάζοντες, όταν η αδελφή της, Λαβίνια, ανοίγει το γραφείο της μακαρίτισσας Έμιλι, αυτό ξεχειλίζει στην κυριολεξία από κιτρινισμένα χαρτιά ραμμένα με κλωστές, που περιέχουν ίσαμε 2000 ποιήματα. Ποιήματα που όταν αρχειοθετούνται και δημοσιεύονται κλονίζουν συθέμελα την ομηρική τέχνη. Που η άναρχη ρίμα τους, οι διακεκομμένοι στίχοι και οι μυστηριώδεις μεταφυσικοί συμβολισμοί τους παραπέμπουν σε μία ψυχική άβυσσο που κανείς δεν φανταζόταν ότι έκρυβε η αθόρυβη γεροντοκόρη».

Θεωρείται πρόδρομος του Μοντερνισμού. Έως τα 35 της, είχε γράψει περισσότερα από 1.100 ποιήματα που εξερευνούσαν τη θλίψη, τη χαρά, τον έρωτα, τη φύση και την τέχνη. Ο Τεντ Χιουζ την χαρακτήρισε ως μία από τις σπουδαιότερες αγγλόφωνες ποιήτριες στην ιστορία. Με την αντισυμβατική χρήση της στίξης, τους παράξενους συσχετισμούς λέξεων, την αμφισημία, η Ντίκινσον προέβλεψε τους πειραματισμούς του Μοντερνισμού. Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα με έναν ιδιαίτερο δικό της τρόπο αλλάζοντας με τεράστια ευκολία τη γραμματική και το συντακτικό, εμπλουτίζοντας τον λόγο της με νεολογισμούς ενώ η μουσικότητα του έργου της βασίζεται κυρίως σε παρηχήσειςσε τέτοιον βαθμό που να μπορεί να μιλά κανείς για τη γλώσσα της Ντίκινσον. Στα ποιήματά της βρίσκουμε τη δικαίωση του έρωτα, της μοναξιάς ή της απελπισίας.

Μεταξύ εκείνων των δημιουργών που έχουν μεταφράσει την Ντίκινσον στην ελληνική γλώσσα συγκαταλέγονται οι: Μελισσάνθη, Διονύσης Καψάλης, Ερρίκος Σοφράς, Αγγελική Σιδηρά, Έλλη Συναδινού, Κώστας Λάνταβος. Πολύτιμη είναι η ογκώδης έκδοση Emily Dickinson «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά» (εκδόσεις Gutenberg) με  επιμέλεια, μετάφραση και ανθολόγηση από την πανεπιστημιακό και συγγραφέα Λιάνα Σακελλίου.

Φλέρταρε με τη νευρική κατάρρευση, αλλά υποστήριζε πως «και μόνο που είναι κανείς ζωντανός φτάνει για να νιώσει έκσταση». Ηταν μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου, που ζώντας σε μια μικρή καλβινιστική κοινότητα της Μασαχουσέτης τον δέκατο ένατο αιώνα, είχε και την καλλιέργεια αλλά και το σθένος να εκφράσει τις απόψεις της δημιουργικά, πόσο μάλλον να τις υποστηρίξει με τον τρόπο ζωής της. Ο θάνατος των αγαπημένων της στοίχειωσε τη ζωή της:

«Πέθανε η ζωή μου δυο φορές

Μένει λοιπόν να δω

 Αν έχει η αθανασία

 Κι ένα τρίτο μυστικό.

  Τόσο πελώριο όσο αυτά

 Με τόση απελπισία.

 Παράδεισος ή Κόλαση

Είναι μόνο η απουσία».

Τα ποιήματά της είναι ελλειπτικά, ασθματικά, κρυπτικά, και γι’ αυτό ταυτόχρονα διαχρονικά. Επιδίωξε να μείνει στο πατρικό σπίτι, να μην παντρευτεί, καθώς υποψιαζόταν ότι η σύγκρουση εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου, θα ήταν ολέθρια. Εξάλλου υπέφερε από νεφρική ανεπάρκεια και μετά το θάνατο του πατέρα της έπρεπε να φροντίζει την κατάκοιτη μάνα της για αρκετά χρόνια. Ο κόσμος δεν θα τη μάθει παρά μονάχα αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό της.

Το «κορίτσι με τ’ άσπρα», που είδε το φως της ζωής στις 10 Δεκεμβρίου 1830 στο Άμερστ της Μασαχουσέτης έφυγε ένα μαγιάτικο απομεσήμερο του 1886 και αν κι έζησε μια ζωή κρυμμένη και κλειδωμένη γράφοντας στην κάμαρά της, έμελλε με την ποίησή της να σημαδέψει τον επόμενο αιώνα και τον μεθεπόμενο, μέχρι τις μέρες μας. Έγινε διάσημη, δίχως ποτέ να εκδώσει βιβλίο όσο ζούσε. Κρύφτηκε από τον κόσμο και έγραψε, κλειδωμένη στην κάμαρά της, κατορθώνοντας «να επιδείξει την πιο πρωτότυπη διάνοια απ’ οποιονδήποτε άλλο ποιητή της Δύσης, αρχίζοντας από τον Δάντη, αν εξαιρέσουμε τον Σαίξπηρ» (Bloom 1994). Εξουθενωμένη από αλλεπάλληλους νευρικούς κλονισμούς, με επίσημη αιτία θανάτου μια πάθηση των νεφρών, τη νόσο του Bright, πέθανε στα πενήντα έξι της στο σπίτι που γεννήθηκε, ζώντας αποτραβηγμένη εκεί τα είκοσι τελευταία χρόνια, φορώντας ρούχα λευκά, έχοντας ξεμακρύνει από τον τόπο της λίγες μόνο φορές, για λόγους υγείας ή για ολιγοήμερα ταξίδια. Αποσυρόμενη ωστόσο απ’ τις πολλές κοινωνικές επαφές η ποιήτρια φτιάχνει τα όρια ασφαλείας της...

«Η ζωή ενός ανθρώπου που δημιουργεί πρέπει να αντιμετωπίζεται ως συμπλήρωμα στην ίδια την τέχνη του. Ζούμε τη ζωή που ζούμε ώστε να παραχθεί το έργο για το οποίο νομίζουμε ότι είμαστε ικανοί», λέει η Όουτς. Και το έργο της Ντίκινσον ξεπέρασε την άχρωμη ζωή της. Έγινε δώρο ες αεί...