Το πικρό κρασί των επετείων
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 16.11.22 ]Υπάρχει άραγε πικρό κρασί; Δεν το γνωρίζω. Αν όμως υπάρχει θα είναι το πικρό κρασί της λύπης που αφήνουν πίσω τους οι επέτειοι, όταν σβήνουν τα φώτα των ασμάτων και αποσύρονται οι πανηγυρικοί άνθρωποι των επετείων. Και απομένει μονάχος του ο χώρος. Δηλαδή ο απόηχος ενός καίριου συμβάντος που αρνείται να σβήσει και να χαθεί. Ένα κενό που αρνείται να συναινέσει στο άδειο. Με άλλα λόγια ένα κύριο γεγονός κατά πως διδάσκει ο Λάο Τσε: «Το κύριο γεγονός σε μια στάμνα είναι το κενό που περιέχει». Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με το κενό των επετείων: το κύριο γεγονός τους, δεν είναι ο άδειος χώρος τους, δεν είναι η απουσία, δεν είναι η υπεραξία της νυκτωδίας που όλο και συσσωρεύεται πάνω στη μνήμη. Κυρίως είναι το φοβερό κενό που αρνείται να γίνει μια λήθη συμπαγής και επιμένει να Είναι. Κι όσο κι αν θέλεις να το αρνηθείς, δεν μπορεί, θα το ακούσεις κάποιες στιγμές ακόμα και μέσα στους μεγαλύτερους θορύβους. Θα το ακούσεις στις αιφνίδιες στιγμές της ζωής σου, που νιώθεις σα να βρίσκεσαι μέσα στην παράξενη ησυχία που υπάρχει μέσα στο μάτι του κυκλώνα. Τότε που μέσα από αυτό το τεράστιο μάτι βλέπεις την πίσω πλευρά των ονείρων σου. Τότε που έστω και για μια στιγμή ξέρεις μέχρι τα μύχια της ψυχής σου τι πήγε στραβά, γιατί πήγε στραβά και πότε ήταν η στιγμή που την άφησες να περάσει. Είναι ακριβώς τότε που ακούς τον αγαθό τριγμό μέσα στα πιο βαθειά κελάρια της ύπαρξης σου. Και ξέρεις πως ακούγεται ο βρασμός απ’ το πικρό κρασί της μνήμης που ολοένα ωριμάζει και ολοένα θέλει και «κάτι ακόμα». Αυτό το «κάτι ακόμα» που αν δεν υπήρχε δεν θα υπήρχε μήτε η ποίηση, η ποίηση εν συνόλω θέλω να πω, αφού γι’ αυτό το «κάτι ακόμα» γράφουνε οι ποιητές «πενήντα τόσα χρόνια ή και αιώνες» όπως λέει και ο Γιάννης Ρίτσος, με την κρυφή ελπίδα πως ούτε κι ο πιο μεγάλος αμπελουργός (ο βαθύτατος εαυτός δηλαδή) γνωρίζει το μυστικό της πίκρας του κρασιού του. Κι ακόμα περισσότερο: γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να το ανακαλύψει. Ούτε όταν παραφυλάει μέσα στα φυλλώματα να έρθουν οι αγαθές σκιές της απουσίας για να γεμίσει το κενό από το κενό τους. Ή να γεμίσει το κενό από μια ήττα που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί.
Εκεί ακριβώς όμως είναι το σημείο από όπου στάζει η ελπίδα, ότι πάντα, μα τα πάντα, μπορούν να αλλάξουν. Αυτό το πικρό κρασί που στάζει από τις επετείους. Όταν ο βρασμός της μνήμης δεν ακούγεται πια κι εμείς σηκώνουμε τα ποτήρια για μια τελευταία γουλιά που ποτέ δεν είναι τελευταία, ακόμα κι όταν εμείς θα έχουμε φύγει.
Στην υγεία της μνήμης τους λοιπόν και στη συνείδηση της πικρής τους έλλειψης. Μ’ αυτό το πικρό κρασί, όχι ακριβώς της μνήμης, κυρίως με το πικρό κρασί που τρέχει από τα μάτια κι άλλοι το λένε δάκρυ και άλλοι πάλι το λένε σιωπή. Όπως και να έχει, υπάρχουν ακόμα τα σταφύλια της οργής απ' όπου στάζει το κρασί που μας κρατάει ζωντανούς. Δεν είναι το «αθάνατο κρασί του 21» που έλεγε και ο Κωστής Παλαμάς, είναι όμως ένα κρασί που τις πικρές του ρώγες τις έχουμε μαζέψει μια- μια. Ο λυγρός καρπός της δικής μας αγωνίας. Που από τη σταλαματιά του, δεν πίνει ο καθένας.