Λίγα λουλούδια για τον Άλγκερνον

[ Νίκος Πράντζος / Ελλάδα / 08.12.20 ]

 Το περασμένο καλοκαίρι, ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη του πατρικού μου σπιτιού στο Βόλο, έπεσα πάνω σ’ ένα διήγημα που είχα πρωτοδιαβάσει κάπου τριάντα χρόνια πριν. Το είχα τότε κατατάξει στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Ξαναδιαβάζοντάς το όμως, συνειδητοποίησα ότι το βιβλίο έχει προεκτάσεις που ξεπερνούν τα όρια αυτού του χώρου καθώς και τις προθέσεις του συγγραφέα του: οι καταστάσεις που περιγράφει, όχι μόνο δεν είναι σήμερα φανταστικές, αλλά αποτελούν καθημερινή (και επώδυνη) πραγματικότητα για πολύ κόσμο. Γραμμένο από τον Ντάνιελ Κέηζ το 1966, το Λουλούδια για τον Άλγκερνον παρουσιάζει την ιστορία του Τσάρλυ Γκόρντον, ενός τριαντάρη με χαμηλότατη νοημοσύνη, που δουλεύει βοηθός σε αρτοπωλείο και παρακολουθεί μαθήματα σε ένα κολλέγιο για καθυστερημένους ενήλικες.

Με παρότρυνση της συνομήλικης καθηγήτριάς του Αλις, ο Τσάρλυ συμμετέχει εθελοντικά σε ένα πρωτοποριακό πείραμα αύξησης της νοημοσύνης. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το διήγημα είναι το ημερολόγιο που κρατά ο Τσάρλυ για να περιγράφει την εξέλιξη του πειράματος. Οι πρώτες σελίδες είναι ένα χάος ασυνταξίας και ανορθογραφίας, απεικόνιση του μορφωτικού επιπέδου του πρωταγωνιστή. Στο πανεπιστημιακό εργαστήριο ο Τσάρλυ γνωρίζει τον Άλγκερνον, το ποντικάκι-πειραματόζωο που υποβλήθηκε ήδη στο πείραμα και παρουσίασε μια εκπληκτική αύξηση της νοημοσύνης του. Από τη σταδιακή βελτίωση του κειμένου γίνεται φανερό πως το πείραμα πέτυχε και στην περίπτωση του Τσάρλυ. Η αντίληψη του αναπτύσσεται ραγδαία, διαβάζει με μια ματιά ολόκληρη σελίδα, μαθαίνει μια ντουζίνα ξένες γλώσσες, γράφει κονσέρτα για πιάνο και αποδεικνύει στους υπεύθυνους του εργαστηρίου πως η βασική υπόθεση του πειράματος τους είναι λαθεμένη.

Τα κείμενά του είναι πια άψογα και χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη κομψότητα και επιτήδευση. Ο Τσάρλυ ανακαλύπτει τα καλά της φυσιολογικής ζωής, στα οποία περιλαμβάνεται η κοινωνική αναγνώριση, καθώς και η συναισθηματική σχέση του με την Άλις. Ανακαλύπτει όμως και τα άσχημα, καθώς αντιλαμβάνεται ότι οι παλιοί «φίλοι» του στην πραγματικότητα διασκέδαζαν με τη χαζομάρα του και τώρα ενοχλούνται από την ευφυία του. Και ενώ η επιτυχία του πειράματος φαίνεται εξασφαλισμένη, ο Άλγκερνον παρουσιάζει σημάδια ανησυχίας, αρνείται να φάει και να συμμετάσχει στα εκπαιδευτικά παιχνίδια, οι ικανότητές του εξασθενούν, κι ένα πρωΐ τον βρίσκουν νεκρό στο κλουβί του. Η νεκροψία δείχνει ότι η ενίσχυση των νευρώνων του εγκεφάλου του ήταν προσωρινή, και οι επιστήμονες φοβούνται πως παρόμοια κατάληξη θα έχει και ο Τσάρλυ.

Επιστρατεύοντας τις (σχεδόν υπερφυσικές) διανοητικές του ικανότητες, ο Τσάρλυ ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τρόπο για να σταματήσει την επερχόμενη καταστροφή. Όταν καταλαβαίνει ότι η προσπάθεια του είναι μάταιη, απομακρύνει την Άλις και πέφτει σε κατάθλιψη. Τα κείμενά του καθρεφτίζουν τη βασανιστική κάθοδο του στα σκοτάδια της πνευματικής καθυστέρησης. Η απόγνωσή του, καθώς βλέπει τους ορίζοντες που είχαν ανοίξει γύρω του να ξανακλείνουν αμετάκλητα, φέρνει στο νου τον στίχο του A. E. Housman: «Τι μπορώ να κάνω ή να γράψω για να εμποδίσω το πέσιμο της νύχτας;».

Ο Τσάρλυ ξαναπιάνει τη δουλειά του στο αρτοπωλείο και βυθίζεται και πάλι στο διανοητικό του τέλμα, ξεχνώντας όλα όσα του συνέβησαν. Η τελευταία φράση του ημερολογίου του, απευθυνόμενη στον αναγνώστη, είναι: «Παρακαλο, βαλται μερηκα λουλουδια στων ταφο του Αλγκερνον».

Θυμάμαι καλά τι είχα νιώσει στην πρώτη ανάγνωση του διηγήματος: Έξαψη, στην ιδέα πως η ανθρώπινη ευφυϊα μπορεί να ενισχυθεί. Και ανατριχίλα, στην ιδέα πως μπορεί κάποιος να χάσει τις διανοητικές του ικανότητες, κάτι που μου φαινόταν χειρότερο από οποιοδήποτε ακρωτηριασμό ή τύφλωση. Πίστευα, ωστόσο, ότι το δεύτερο ενδεχόμενο ήταν εξωπραγματικό (πλην ατυχήματος) και πως μόνο το πρώτο θα μπορούσε κάποτε να πραγματοποιηθεί. Όμως τα χρόνια πέρασαν, φέρνοντας καταστάσεις που ήταν αδύνατο τότε να φανταστούμε.

Με την αύξηση του μέσου όρου ζωής, ένα σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό ηλικιωμένων βυθίζεται στα σκοτάδια της διανοητικής (και, συχνά, σωματικής) ανεπάρκειας. Η νόσος του Αλτσχάϊμερ και οι άλλες ασθένειες εκφυλισμού των εγκεφαλικών κυττάρων αποτελούν ήδη τη μάστιγα του 21ου αιώνα, σκορπίζοντας την απόγνωση στους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Όπως και πολλοί άλλοι, γνώρισα και εγώ τέτοιες οδυνηρές καταστάσεις πρόσφατα, με άτομα του στενού συγγενικού και φιλικού μου περιβάλλοντος. Και είναι αυτή η εμπειρία που με έκανε να διαβάσω με άλλο μάτι την ιστορία του Τσάρλυ το περασμένο καλοκαίρι.

*ΝΙΚΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟΣ, Παρίσι, 8-11-2007

**Δημοσιευτηκε το Νοέμβριο του 2007 στο περιοδικό του Βόλου Σελίδες