Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Ο ήχος της σιωπής της»
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 28.12.24 ]«...οι αντιδράσεις των άλλων στη συμπεριφορά μου έδειχναν πολύ συχνά ότι ήμουν στα μάτια τους αλλόκοτος. Ενώ ποτέ δεν θα σκέφτονταν κάτι τέτοιο για τη μητέρα μου. Εκείνη, ωραία και αινιγματική, δυναμική αλλά και συναισθηματικά ερμητική, έδειχνε να έχει μια ακλόνητη εσωτερική ισορροπία και ασφάλεια στις πολλές δραματικές τροπές της ζωής της…» γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος αυτομυθοπλασίας (autofiction) «Ο ήχος της σιωπής της» (εκδόσεις βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ).
Τον όρο autofiction χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Serge Doubrovsky στο οπισθόφυλλο του μυθιστορήματός του Fils, το 1977. Εκεί έχουμε τον πατέρα και τον γιό. Στον Κούρτοβικ έχουμε τον γιό και τη μάνα. Ο Doubrovsky όταν εφηύρε την έννοια, απάντησε σε μια ερώτηση που τέθηκε δύο χρόνια νωρίτερα από τον θεωρητικό της αυτοβιογραφίας Philippe Lejeune στο Le pacte autobiographique. Η ερώτηση ήταν: «ο ήρωας ενός μυθιστορήματος που έχει δηλωθεί ως τέτοιος, μπορεί να έχει το ίδιο όνομα με τον συγγραφέα;» Ναι ήταν η απάντηση. Στο Petit Robert διαβάζουμε: Autofiction είναι "Μια ιστορία που συνδυάζει τη μυθοπλασία και την αυτοβιογραφική πραγματικότητα".
«Αν και όλα τα πρόσωπα αυτού του βιβλίου ήταν/είναι υπαρκτά … ορισμένες λεπτομέρειες με τις οποίες περιγράφονται αυτά τα πρόσωπα, οι μεταξύ τους σχέσεις και η σχέση τους με τον συγγραφέα-αφηγητή είναι ως ένα βαθμό προϊόν φαντασίας..» γράφει ο Δ. Κούρτοβικ.
Στην αυτό-μυθοπλασία έχουμε τα res factae της αυτοβιογραφίας ως βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται τα rew fictae, τα φανταστικά γεγονότα, όπως ακριβώς στο ιστορικό μυθιστόρημα. Μόνο που εδώ, στο autofiction ο κεντρικός ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας-αφηγητής.
Κάποιοι θεωρούν ότι στο μυθιστόρημα αυτομυθοπλασίας έχουμε τη μετα-φροϋδική εκδοχή της αναδρομικής αναπαράστασης του εαυτού. Στον Κούρτοβικ έχουμε την αναδρομική αναπαράσταση-αναζήτηση του εαυτού μέσα από την αμιγώς φροϋδική σχέση μάνας-γιού αλλά και την διαμόρφωση ταυτότητας μέσω της κοινωνικοποίησης σε μια λαϊκή γειτονιά, τα Σεπόλια, στο πλαίσιο των διαφόρων πολιτιστικών περιόδων της ελληνικής κοινωνίας από την Κατοχή ως σήμερα. «Γεννήθηκα δέκα χρονών στα Σεπόλια» γράφει ο Κ., καθώς απ’ όταν πέθανε ο πατέρας του η μητέρα του με τα δύο παιδιά της εγκαταστάθηκε εκεί, δίνοντας τέλος στην μέχρι τότε νομαδική τους ζωή.
Η πλοκή του μυθιστορήματος αρθρώνεται με βάση το αίνιγμα των τελευταίων λόγων της ετοιμοθάνατης μητέρας: «Παιδιά σ’ εκείνη τη σπηλιά… Στη σπηλιά με τα τανκς… εκεί που είμαι στον πύργο… βρείτε τη παιδιά μου, τη θέλω…». Η «σπηλιά» δεν ήταν η σπηλιά του Πλάτωνα, αλλά το υπόγειο, τα τανκς ήταν τα 'τζανκς' και ο πύργος, ο Πύργος. Η φωτογραφία που αποκάλυψε το "μυστικό" είχε την αφιέρωση στη Νόρα (του Ίψεν)και το «θαύμα!;», την ανεκπλήρωτη επιθυμία της μητέρας να γίνει ηθοποιός, γιατί ηθοποιός για τα ήθη εκείνης της εποχής σήμαινε εκπόρνευση. Γι' αυτό «Το θαύμα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ για τη μητέρα μου. Ούτε για τους άλλους. Έμεινε μόνο η τέχνη τους να το υποδύονται σε μια ζωή που τους το αρνούνταν…» γράφει ο Κ.
Ο Κ. δηλώνει «άρριζος» και ταξικά ανέστιος. Αν και με αστική αγωγή και καταγωγή, τα αστικά ήθη τού ήταν ξένα και οι άνθρωποι που τα ενσάρκωναν του φαίνονταν ψυχροί. Θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει αρνητής της τάξης του, αλλά δεν μπόρεσε να γίνει ούτε «λαϊκός άνθρωπος» παρότι μεγάλωσε σε λαϊκή γειτονιά.
Το «θαύμα» δεν επισυνέβη λοιπόν. Κι απόμεινε η ανεκπλήρωτη επιθυμία. Αλλά και μια εκπληρωμένη επιθυμία, αυτή του απολογισμού και της ανασύστασης, ή της «ανακρυστάλωσης» του εαυτού όπως θα έλεγε ο Κ..
Γιατί μέσω της αφήγησης δεν κάνουμε απλά έναν απολογισμό του εαυτού, αλλά και τον ανασυστήνουμε. Η δημιουργία του εαυτού «είναι μια διαλεκτική διαδικασία», μια πράξη ισορροπίας. Ο καθένας από μας μοιάζει με το σύνολο των χαρακτήρων σε ένα μυθιστόρημα, έλεγε ο Φρόυντ. Άρα είμαστε ρόλοι. Οι χαρακτήρες-ρόλοι-φωνές ζητούν να συμφιλιωθούν εντός μας, ή ακόμη και να κονταροχτυπηθούν.
Οι αφηγήσεις μας αντλούνται μέσα από την κουλτούρα στην οποία ζούμε, γιατί η κουλτούρα είναι «μια διαλεκτική γεμάτη εναλλακτικές αφηγήσεις για το τι είναι ο εαυτός μας ή τι θα μπορούσε να είναι» γράφει ο J. Bruner. Αλλά όταν οι αφηγήσεις είναι πολλές ο άνθρωπος μπορεί να 'τρελαθεί' από αδυναμία επιλογής όπως ο χαμαιλέοντας σ' ένα σκωτσέζικο κιλτ. Σε κάθε περίπτωση ο Κ. μέσω της αφήγησης αποκαθιστά τη σχέση με τη μητέρα του αλλά και την ισορροπία με τον εαυτό του, διατηρώντας τόσο την αυτονομία όσο και τις δεσμεύσεις του.
Αλλά τι σημαίνει ότι μέσω της αφήγησης αναδημιουργούμε τον εαυτό μας και αποκτούμε ισορροπία; Ο Bruner γράφει πως «κατασκευάζουμε και ανακατασκευάζουμε τον εαυτό μας προκειμένου να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες των καταστάσεων που συναντούμε, και δρούμε έτσι υπό την καθοδήγηση των αναμνήσεών μας από το παρελθόν και των ελπίδων και των φόβων μας για το μέλλον». Συνεπώς, «η δημιουργία του εαυτού είναι μια αφηγηματική τέχνη (…) διακρίνουμε τον εαυτό μας από τους άλλους συγκρίνοντας τις αφηγήσεις μας για τον εαυτό μας με αυτά που μας αφηγούνται οι άλλοι για τον εαυτό τους. Ως εκ τούτου, το να μιλάμε στους άλλους για τον εαυτό μας δεν είναι απλό. Εξαρτάται από αυτό που εμείς σκεφτόμαστε ότι αυτοί σκέφτονται για το τι οφείλουμε να είμαστε – ή πως οφείλει γενικά να είναι ο εαυτός»!
Εν συνόψει, ο εαυτός μας είναι οι άλλοι. Είναι η μάνα, ο πατέρας, η αδερφή, οι φίλοι. Γι’ αυτό μια αφήγηση για τη δημιουργία του 'δικού' μας εαυτού είναι σαν μια πράξη ισορροπίας ανάμεσα στην αυτονομία της βούλησής μας, την ελευθερία επιλογής μας και τη δέσμευση προς τους άλλους, τις ομάδες και τα πρόσωπα αναφοράς.
Το μυθιστόρημα του Κ. είναι μία αυτομυθοπλασία και ταυτόχρονα η ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας από την Κατοχή μέχρι σήμερα, με όλες τις πολιτιστικές και πολιτικές της αλλαγές, με όλες τις συνέπειες στους χαρακτήρες και τις ζωές των ανθρώπων. Θαυμάσια η γλώσσα, ευσύνοπτη η αφήγηση και ελκυστική η πλοκή. Αξίζει να το διαβάσετε.