Ο αντικαπνιστικός ως βιοπολιτική της «αριστείας»

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 07.08.19 ]

Η εμμονή της τηλοψίας, κατά τις εκπομπές του θέρους, με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του καθενός στην καρδιά και τα πνευμόνια του καιτην αναγκαιότητα για σθεναρή υπεράσπιση των δικαιωμάτων του αντικαπνιστή, δεν είναι προφανώς επειδή ξέμειναν από ειδήσεις -οι οποίες, ως γνωστόν, εάν δεν υπάρχουν, εύκολα κατασκευάζονται.

 Εντάσσεται στο πλαίσιο της επιβολής μιας γενικής ρύθμισης για τη ζωή του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί, με την εργαλειοποίηση ορθολογικών – ηθικών προτύπων και αντιπροτύπων, όχι για το χατήρι του λαού βεβαίως, αλλά για τον έλεγχό του. Προς τούτο και ο αντικαπνιστικός γίνεται, ιδεοληπτικά, πρωτεύον, για μια κυβέρνηση, όπως αυτή της Ν.Δ., που το δόγμα “τάξις και ηθική” αποτελεί ταυτοτικό της χαρακτηριστικό.

Κανονικά, και εκκινώντας από την παραδοχή ότι το τσιγάρο και σκοτώνει και επιβαρύνει τα εθνικά συστήματα υγείας, οι θιασώτες του “ορθού Λόγου” θα έπρεπε, δεκαετίες τώρα, να έχουν επιβάλει την καθολική απαγόρευση παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων καπνού, όπως ακριβώς συμβαίνει με την κάνναβη και τα παράγωγά της.

 Αλλά η γενεαλογία της εξουσίας και του καπιταλισμού χρησιμοποιεί το ζην επιλεκτικά: επένδυση -εταιρεία πρότυπο μπορεί κάλλιστα να είναι μια εταιρεία που φτιάχνει τσιγάρα (Καρέλια), ο χρήστης όμως του προϊόντος, ο πελάτης που φέρνει το ζεστό χρήμα για την ανάπτυξη, εύκολα γίνεται αξιοκατάκριτος και περιθωριακός βλαξ. Κι εκεί πάλι, όχι όλοι. Άλλη αντιμετώπιση, επί παραδείγματι, επιφυλάσσει το σύστημα για τον Πολάκη του τσιγάρου, διαφορετική για την Ντόρα Μπακογιάννη, όλως άλλη για τη Γιάννα Αγγελοπούλου των πανάκριβων πούρων.

 Ακολουθώντας τους όρους της βιοπολιτικής, η περιβόητη ορθότητα μετατρέπεται σε κρυπτοφασιστικό όπλο, ρόλος του οποίου είναι πια η διαμόρφωση μιας νέας ανθρωπολογικής ταυτότητας. Εκείνης που διαρκώς θα επαναδιαμορφώνεται, πάντα εν σχέσει με τους νόμους της αγοράς.

Το ψεύδος, η συστημική υποκρισία περισσεύουν: επιβάλλεται, έτσι, η απαγόρευση του καπνίζειν όχι πια μόνο στους χώρους όπου κανείς, εκών άκων, παρευρίσκεται (δημόσιες υπηρεσίες, επαγγελματικοί χώροι κ.ο.κ.), αλλά και στους δημόσιους εκείνους χώρους όπου μοναχά αυτοβούλως οιοσδήποτε πηγαίνει. Διότι ποιος υποχρεώνει ποιον να παρευρίσκεται σε μπαρ ή ζυθεστιατόριο όπου συχνάζουν θλιβεροί καπνίζοντες -των ηδονών του βίου δόλοι γενόμενοι; Και γιατί αντί της απαγόρευσης, οι ηθικιστές του αντικαπνιστικού να μην φτιάξουν δικά τους μαγαζιά; Και ο νόμος τους το επιτρέπει και στην ανάπτυξη θα συνεισφέρουν με νέες επενδύσεις. Προς τι η σπουδή για την ποινικοποίηση της χρήσης του υπερκερδοφόρου νόμιμου; Ελευθερία εξάλλου σημαίνει δικαίωμα σε όσο γίνεται περισσότερες δυνατότητες επιλογής.

Αλλά στόχος δεν είναι, φυσικά, η συμμόρφωση του παρία -για τον λεφτά με το πούρο ούτε λόγος. Είναι, για να θυμηθούμε τον Φουκώ, οι διαδικασίες καθυπόταξης που τίθενται σε εφαρμογή, τα  “νόμιμα δικαιώματα της υπέρτατης αρχής και (…) η σύννομη υποχρέωση υπακοής» των υποτελών.

 Όσο ο Πολάκης θα διασύρεται και το μπαράκι της γωνίας θα το τρώει ο αντικαπνιστικός, η Γιάννα Αγγελοπούλουθα αριστεύει και η Philip Morris θα σωρεύει, ανενόχλητη, υπερκέρδη.