Ο Τραμπ, ο Μασκ, το διαδίκτυο και ο «νέος φασισμός»

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 09.11.24 ]

«Δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης θα διαπίστωνε ότι η εργατική τάξη το έχει εγκαταλείψει. Ενώ η ηγεσία των Δημοκρατικών υπερασπίζεται το κατεστημένο, ο αμερικανικός λαός είναι θυμωμένος και θέλει αλλαγή. Και έχουν δίκιο.» γράφει σήμερα στο X, ο επανεκλεγείς ανεξάρτητος γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς.

Η διαπίστωση του Σάντερς δείχνει γιατί η περιφρόνηση οδηγεί τους νέους στην ακροδεξιά και τα νεοναζιστικά μορφώματα.

Οι νέοι που δεν έχουν καμία προοπτική εργασίας, αισθάνονται ματαίωση, βαθιά κοινωνική περιφρόνηση και απόρριψη. Η ματαίωση αυτή γίνεται ντροπή, οργή και αγανάκτηση, όταν έχουν τις προϋποθέσεις, όταν είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίων, αλλά αναγκάζονται να εργαστούν ως ντελίβερι και σερβιτόροι.

Η ηθική αδικία θα στείλει την βαθιά «πληγωμένη» προσωπικότητα είτε στο ψυχιατρείο, όπως τον Τζόκερ, είτε σε μία παρέα που θα τονώσει την αυτοπεποίθησή της, που θα λειτουργήσει θεραπευτικά στα ψυχολογικά της τραύματα. Αυτή η παρέα μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο, εκεί όπου δρουν (αλιεύουν) οι νεοναζιστικές ομάδες. Γι’ αυτό ο Ίλον Μασκ πανηγυρίζει για την επικράτηση της «δημοσιογραφίας των πολιτών» και του X(!), καθώς και για την οριστική χρεοκοπία των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας «παλαιού τύπου».

Οι «πολίτες- δημοσιογράφοι» του διαδικτύου στους οποίους αναφέρεται ο Μασκ, είναι οι αδικημένοι νέοι που βρίσκουν στις νεοναζιστικές ομάδες αναγνώριση και στο διαδίκτυο «φωνή».

Η «ομάδα» γίνεται ένα είδος εξαρτησιογόνου ναρκωτικού για τους περιφρονημένους νέους, απ’ το οποίο δεν μπορούν να απαλλαγούν, γιατί έξω από αυτή δεν βρίσκουν αναγνώριση, δεν υπάρχουν, είναι αόρατοι. Από εδώ προκύπτει ο φανατισμός για την ομάδα, γράφει ο ανατολικοβερολινέζος πρώην νεοναζί Ingo Hasselbach.

Η κοινωνική καταξίωση αναζητείται σε φασιστικές ομάδες, σε ομάδες χουλιγκάνων, σε συμμορίες, σε ομάδες «μπάχαλων», που μαθαίνουν να «βλέπουν» ως αιτία της ματαίωσης και των δεινών, όχι τους «από πάνω», όχι τους υπερπλούσιους σαν τον Μασκ, αλλά τους «από κάτω», τους μετανάστες, τους ομοίους τους αφού και οι δικοί τους γονείς μετανάστες ήταν.

Τα ακροδεξιά μορφώματα ενισχύονται ακόμη περισσότερο όταν οι θεσμοί της «δημοκρατικής κοινωνίας» (οργανώσεις νέων, κομμάτων ή συνδικάτων, πολιτιστικά στέκια γειτονιών, δίκτυα καλλιτεχνών, αλληλέγγυων κ.ά.), γίνονται στόχοι των κατασταλτικών μηχανισμών των δεξιών αλλά και των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Αντίθετα, οι ακροδεξιές ομάδες έχουν την ανοχή τους, συχνά δε συνεργάζονται μαζί τους.

Η άγρια καταστολή των αλληλέγγυων, αλλά και οι «μπάτσοι» του διαδικτύου (μηχανισμοί λογοκρισίας) που χρηματοδοτούνται αφειδώς από το κατεστημένο και τις κυβερνήσεις, φιμώνουν τις δημοκρατικές φωνές, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στην ακροδεξιά. Έτσι, η φωτογραφία ενός σκελετωμένου παιδιού της Αφρικής ή της Γάζας θα λογοκριθεί από τον αλγόριθμο του Facebook, ο οποίος θα ενεργοποιηθεί αυτόματα από τις χιλιάδες «αναφορές» των (ρο)μποτ, δηλαδή τους ψεύτικους λογαριασμούς που διαχειρίζονται ακροδεξιά ή κυβερνητικά κέντρα. Από την άλλη πλευρά, μια άποψη ή «είδηση» (fake news) διαδίδεται παντού από χιλιάδες ψεύτικους λογαριασμούς κι έτσι αποκτά τη δύναμη της «αλήθειας». Αυτή είναι η «αλήθεια» για την οποία μιλάει ο Μασκ. Μια κατασκευασμένη αλήθεια που καταλήγει να κατασκευάζει κυβερνήσεις και προέδρους, που νομιμοποιούνται από την ψήφο των «από κάτω», οι οποίο ψηφίζουν – παραπλανημένοι- εναντίον του εαυτού τους. Μάλιστα, είναι «ακραία φανατισμένοι» καθώς στην ακροδεξιά ομάδα στην οποία ανήκουν, στο «κίνημα» όπως είπε ο Τραμπ, βρίσκουν την αναγνώριση του ματαιωμένου εαυτού τους. Η ψηφιακή τους «φυλή» στο διαδίκτυο παρέχει ένα είδος αντίβαρου, μια ομόλογη κατάσταση που θεραπεύει όλες τις πληγές, όλες τις καταστροφές. Οι ματαιωμένοι, οι αόρατοι, οι χωρίς φωνή, τώρα έχουν στα χέρια τους κάτι που θα αντιρροπήσει τις απογοητεύσεις, τον θυμό, τις ματαιώσεις, τα μπούλινγκ και τους εξοστρακισμούς, έχουν κάτι που μπορεί να φέρει χρώμα στην άχρωμη ζωή τους, να αντισταθμίσει τα λάθη, τις ατυχίες, τις αποτυχίες. Όλο αυτό τους προσδίδει ήδη νόημα και ταυτότητα. Γι’ αυτό παίρνουν ακόμα και τα όπλα για να το υποστηρίξουν.

Γι' αυτό λέω ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που με τη στήριξη των υπερπλούσιων σαν τον Μασκ οδηγεί στο φασισμό.

Η τηλεόραση «έχει νεκρώσει την κοινωνία...Ακόμη δεν είμαστε φασιστική χώρα, αλλά μπορεί να συμβεί σύντομα (...) πιστεύω πως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι πρόθυμο να δεχθεί με φυσικό τρόπο το φασισμό», έλεγε ο Χένρι Μέηλερ για τη χώρα του τις ΗΠΑ. Τελικά με την τηλεόραση κατέστρεψαν τους λαϊκούς πολιτισμούς, εγκαθιστώντας τις «αξίες» του Ατομικισμού (ναρκισσισμού) και της κενότητας, ενώ με το διαδίκτυο δημιούργησαν την ψευδαίσθηση της συμμετοχής και της «φωνής», της έκφρασης της δήθεν προσωπικής «αλήθειας». Αυτός ο ολοκληρωτικός «αποικισμός» του λαϊκού κόσμου από την μεγαλο-αστική τάξη είναι αυτό που ο Πιερ Πάολο Παζολίνι αποκαλούσε «νέο φασισμό»…