Ο Εμπειρίκος δίνει τον καλύτερο ορισμό της ποίησης:
«Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος».
Ως απάντηση στον Πολ Βαλερί που διατύπωσε την άποψη ότι «η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος», ο Εμπειρίκος αντιπαραθέτει ότι η ποίηση ξεκινάει από την εικόνα, σχετίζεται με τον έρωτα και έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει διαρκώς τον κόσμο.
Ο ερωτισμός ξεχυλίζει στην Οκτάνα:
«Και ενώ οι φλόγες της πυράς, περιδινούμεναι γύρω από τα σώματά των (ω Ιωάννα ντ’ Αρκ! ω Αθανάση Διάκο!), με κόκκινες ανταύγειες φωτίζουν τα κτίσματα των Βαβυλώνων, των παλαιών και τωρινών και τις μορφές των Ναβουχοδονοσόρων, απ’ την λερή την άσφαλτο των λεωφόρων (lâchez tout, partez sur les routes) και απ’ τις σκιές των σκοτεινών παρόδων, από τα έγκατα της γης και από τα μύχια της ψυχής, από τους κήπους με τα γιασεμιά και τους υακίνθους και από τα βάθη των δοχείων που τα δυσώδη απορρίμματα περιέχουν (lâchez tout, partez sur les routes), απ’ τις κραυγές του γλυκασμού των συνουσιαζομένων και από τους στεναγμούς της ηδονής των αυνανιζομένων, απ’ των τρελών τις άναρθρες φωνές και απ’ των βαρέων καημών τις στοναχές, ως λάβα ζεστή, ή ως σάλπιγξ μιας αενάου παρουσίας, μα προ παντός ως σπέρμα, ως σπέρμα ορμητικόν εν ευφροσύνη αναβλύζον, αναπηδούν και ανέρχονται στον ουρανόν (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα) τον ερχομό και την ανάγκη των νέων Παραδείσων ψάλλουν!»
Γεννημένος στη Μπράιλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Από το 1921 ως το 1931 ζει και κινείται ανάμεσα στο Λονδίνο, τη Λωζάννη και το Παρίσι και γοητεύεται από προσωπικότητες όπως ο Μαρξ και ο Έγκελς, ο Πλεχάνωφ και ο Κάουτσκυ, ο Κροπότκιν και ο Μπακούτιν, ο Φρόιντ, ο Τρότσκυ, ο Μπρετόν. Υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο. Εμφανίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους τον Μάρτιο του 1935 με την αιρετική «Υψικάμινο» που έχει χαρακτηριστεί ως το πρώτο δημοσιευμένο υπερρεαλιστικό ποιητικό κείμενο στην Ελλάδα. Η συλλογή περιέχει 63 πεζόμορφα ποιήματα, μικρής έκτασης και χαρακτηρίζεται από την ιδιοτυπία της γλώσσας του Εμπειρίκου, με λόγιους τύπους.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.»( Τριαντάφυλλα στο παράθυρο).
Η έκδοση της Ενδοχώρας το 1946, συνοδεύτηκε από περισσότερο ευμενείς κριτικές παρουσιάσεις, όπως του λογοτέχνη Αντρέα Καραντώνη, του Ασημάκη Πανσέληνου και του Αιμιλίου Χουρμούζιου. Ο πρώτος χαρακτήρισε τον Εμπειρίκο ως τον πιο ολοκληρωμένο σύγχρονο διονυσιακό ποιητή, συγκρίνοντάς τον με την περίπτωση του Άγγελου Σικελιανού και επισημαίνοντας ειδικότερα πως αντικατέστησε τον μυθολογικό αρχαϊσμό του με την ρεαλιστική παρουσία του φροϋδικού πανερωτισμού. Ανάλογη κριτική άσκησε αργότερα και ο Νάνος Βαλαωρίτης, συνδέοντας το έργο του Εμπειρίκου με εκείνο του Σικελιανού.
Σε νεαρή ηλικία ο Εμπειρίκος συγκινείται από τη ρωσική επανάσταση. Οι απόψεις του για το μαρξισμό και την Οκτωβριανή Επανάσταση αποτυπώνονται σε έξι ποιητικά σχεδιάσματα. Σύντομα αποκήρυξε τον κομμουνισμό και η διάστασή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη μετά από τη σύλληψή του από τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, κατά τα Δεκεμβριανά, στις 31 Δεκεμβρίου. Στο διάστημα της κατοχής ο Εμπειρίκος οργάνωνε στο σπίτι του συγκεντρώσεις φίλων λογοτεχνών, όπου διαβάζονταν αποσπάσματα των έργων τους, καθώς και άλλων νέων συγγραφέων. Αρχικά οι συναντήσεις αυτές αφορούσαν λίγους στενούς φίλους του Εμπειρίκου, ωστόσο σύντομα διευρύνθηκαν και έφθασαν να περιλαμβάνουν έναν ευρύ κύκλο καλλιτεχνών, με συμμετοχή ποιητών όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης και άλλοι.
Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία που αποτελείται από μυθοποιημένες ιστορίες με κεντρικό αφηγητή τον συγγραφέα τους. Οι εξιστορήσεις επικεντρώνονται γύρω από ιστορικά πρόσωπα ή μυθολογικά θέματα, μαρτυρώντας τη στροφή του Εμπειρίκου στην ελληνική παράδοση και λογοτεχνία. Η ποιητική συλλογή Οκτάνα εκφράζει επίσης ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, τον θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου. Αποτελείται από 31 πεζά κείμενα, λυρικής διάθεσης, τα οποία καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο, γραμμένα από το 1942 μέχρι το 1965. Στο κείμενο της συλλογής με τίτλο Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965), ο Εμπειρίκος αναφέρεται στη δημιουργία μίας νέας πόλης που θα ονομαστεί Οκτάνα, συνοψίζοντας τις αρχές μιας «ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία» και με προτεραιότητα στην καθαρά πνευματική λειτουργία της ποίησης. Η Οκτάνα έχει χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη διακήρυξη του Εμπειρίκου και το πιστεύω του, ενώ όπως ο ίδιος τονίζει, αποτελεί μια ουτοπική παγκόσμια πολιτεία «όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνη εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμό εκάστου».
Το μοναδικό μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, το οκτάτομο έργο Ο Μέγας Ανατολικός, δημοσιεύτηκε την περίοδο 1990-92 και συνιστά ένα από τα πλέον τολμηρά και ογκώδη μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Εμπειρίκος επεξεργάστηκε το έργο από το 1945 σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και ελάχιστες μαρτυρίες για αυτό ή αποσπάσματά του εμφανίστηκαν δημόσια μέχρι την έκδοσή του. Χαρακτηρίστηκε ως το μείζον έργο του και έγινε αποδεκτό με άκρατο ενθουσιασμό ή βίαιη επίκριση, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της ελευθεροστομίας του και του ερωτικού περιεχομένου του.
Ασχολήθηκε επίσης συστηματικά με τη φωτογραφία, φέρνοντας, κατά τον Ελύτη, εις πέρας το έργο του «με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού». Τα θέματα που απεικόνισε είναι μεικτά και περιλαμβάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες, τοπία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σκηνές δρόμου (κυρίως από το Παρίσι και το Λονδίνο), προσωπογραφίες οικείων προσώπων, γυμνά, νεκρές φύσεις καθώς και άλλες φωτογραφίες υπερρεαλιστικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν επίσης οι φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, αποκαλούμενα συχνά στο έργο του ως παιδίσκες που μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες δημιουργίες του Λιούις Κάρολ.
Στα Ανοιχτά χαρτιά ο Ελύτης περιγράφει την πρώτη του συνάντηση με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, μόλις εικοσιτεσσάρων ετών ο ίδιος και τριαντατεσσάρων ο Εμπειρίκος, το 1935: «Η συνδιάλεξή μας ήταν περισσότερο μια σειρά από επιφωνήματα εκπλήξεων παρά ένας κανονικός διάλογος. Εγώ έβλεπα στο πρόσωπό του ένα πλάσμα περίπου μυθικό που είχε φάει και πιει με τους θεούς μου. Εκείνος, πάλι, το απροσδόκητο λαχείο ενός νέου ομοϊδεάτη μέσα στη φιλολογική έρημο των Αθηνών. Ήταν γραφτό, ήταν φυσικό μάλλον, να γίνουμε φίλοι. Φίλοι, με μια φιλία που, μολονότι διήνυσε, όπως θα έλεγε ο Κάλβος, «το τέταρτον του αιώνος», δεν κινδύνεψε ποτέ από τίποτε, ούτε για μια στιγμή. Την πρώτη γέφυρα την είχε ρίξει ο Υπερρεαλισμός» «... κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις ή επιχειρούσαμε θαυμαστές εκστρατείες για την ανακάλυψη των έργων του Θεοφίλου που είχε πεθάνει μόλις ένα χρόνο πριν.»
Ή «Ο Εμπειρίκος ήταν ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολάκερη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργια έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια καινούργια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα. Οι φροϋδικές του μελέτες και η ψυχαναλυτική του δράση, που θα μου δινόταν η ευκαιρία να παρακολουθήσω αργότερα, τον είχαν καταστήσει ικανό ν’ ατενίζει καταπρόσωπο τη ζωή, κάτι περισσότερο, ν’ ατενίζει τον πυρήνα της ζωής, που είναι ο Έρωτας, στην πλήρη, στην πέρα από κάθε σύμβαση, ανάπτυξη και κορύφωσή του. Κομμένος στα μέτρα των αποστόλων, και με μόνη γλώσσα τη γλώσσα την ποιητική, αποτελούσε ένα νέο τύπο στα γράμματά μας, μίλια μακριά από το γνωστό μας τύπο των οδυρομένων και των ενοχοβίων». ( Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο)
Το 1975 στις 3 Αυγούστου ο Ανδρέας Εμπειρίκος πεθαίνει από προχωρημένο καρκίνο του πνεύμονα.
« Ήτανε δειλινό, καλοκαίρι», γράφει ο Ελύτης, «κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έφταναν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν έξω στις πρασιές, γύρω από ένα μεγάλο σιντριβάνι. Να συνεχίζεται η ζωή έτσι, χωρίς να γνοιάζεται κανείς αν την ίδια εκείνη στιγμή μπορούσε να χάνεται μια ύπαρξη πολύτιμη, μου φαινότανε ανυπόφορο. Δεν είχα παρά να συμμαχήσω με την ήττα. Έφυγα για την Αίγινα και δεν ξαναγύρισα παρά για να προστεθώ στη μικρή πομπή που ακολούθησε το φέρετρό του, εκεί, στην Κηφισιά, σ’ ένα μικρό κοιμητήριο γαλήνιο, ήμερο σαν την ψυχή του.Τώρα οι επαναστάσεις όλες είχαν κάνει το δρόμο τους, κι ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν’ αρθρώσει το όνομά του. Η οικουμένη επέστρεφε στην Αττική τον άνθρωπο που της δανείστηκε για μια στιγμή. Δεν ήταν θάνατος αυτός, αλλά ένα φύσημα ελαφρύ, κι ύστερα τα πουλιά και το κελαηδητό τους- μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χανόταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ’ ουρανού λευκές πέτρες.»