«Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους»
[ Γιάννα Κουκά / Ελλάδα / 24.11.18 ]Σκέφτομαι ώρες-ώρες πόσες φορές έχουμε αισθανθεί απόγνωση. Και μοναξιά. Κι απελπισία.
Τραγωδίες να μας χτυπάνε τις πόρτες, να μας τις γδέρνουν να μας τις ξεχαρβαλώνουν κι ας μην είναι δικά μας τούτα τα δράματα πάνω στις πόρτες. Τα δράματα των άλλων ανθρώπων είναι κι η απελπισία δική τους. Τότε; Πώς χτυπάνε την πόρτα μας; Τι θέλουν στο σπιτικό μας; Τι θέλουν εδώ μέσα στην άγρια νύχτα; [...Την πόρτα ανοίγω το βράδυ (γι αυτό), τη λάμπα κρατώ ψηλά...] Πώς χτυπάνε την πόρτα μας όλοι κείνοι που γδάρθηκαν μέσα στη βαρβαρότητα του κόσμου και τις σιωπές μας τις νεκρικές; Πώς βρήκαν τη διεύθυνσή μας; Πού μας ξέρουν;
Εμείς είμαστε μόνο άγνωστοι θεατές που παρακολουθούμε τα ναυάγια των ανθρώπων. Από πραγματική απόσταση. Ασφαλείας. Μέσα από οθόνες. Κι όμως είναι που κείνοι βγαίνουν από εκεί που και που, οι τραυματισμένοι βγαίνουν και τα μάτια τους πετιούνται έξω απ' τις οθόνες, κοιτούν και βοήθεια ζητούν. Τουλάχιστον μίλα. Μίλησε για μένα. Το μόνο που ζητούν, ελπίδες δεν έχουν και πολλά-πολλά δεν περιμένουν από εμάς.
Άλλο δεν βαστάς τον θάνατό σου, ανοίγεις την πόρτα, να μπουν "της γης οι θλιμμένοι", παίρνεις όπως-όπως στα γόνατα έναν υπολογιστή, δέκα πλήκτρα να πατήσεις, φωτίζεις την οθόνη, τα δάχτυλα ακουμπάς στο πληκτρολόγιο σαν να πετάς το λουκέτο της πόρτας και γράφεις. Μα πώς, πες μου πώς να μιλήσεις για τη σκληρότητα αφού σκληρός δεν είσαι; Την είδες όμως πάνω στο σώμα του Ζακ και κατάλαβες, την ένιωσες σ' εκείνο το παπούτσι που έφυγε απ' το πόδι του κι έμεινε εκεί να θυμίζει πως από τη Γλάδστωνος πέρασε μια μέρα, μα δεν αντέχω να αισθάνομαι τον πόνο του, τον τρόμο του, την φαντάστηκες πάνω στις τρεις προσφυγοπούλες που βρέθηκαν σφαγμένες, πισθάγκωνα δεμένες στον Έβρο, ανώνυμα ξεχασμένες, το άκουσες στο Ε' που έγινε Στ΄, σε κείνη τη δικαστική απόφαση που καταδίκασε για μια τάξη δημοτικού έναν άνθρωπο σε φυλάκιση. Μεγάλωσε λέει σε ορφανοτροφείο. Οκτώ αδέλφια λέει ήταν. Η φτώχεια της. Κι όλη της η ζωή μέσα σ' ένα χαμόσπιτο που έμπαζε νερά. Μόλις τ' άκουσε λέει πως αυτό που έκανε ήταν κακό, "αγράμματη ήμουν" έτσι είπε, έτρεξε και τελείωσε το δημοτικό. Πήγε στη Στ΄. Να το τελειώσει. Και το τελείωσε. Κι όμως εκείνοι της πήραν και τα ένσημα λέει, της διέγραψαν τα είκοσι χρόνια της. Την εξαφάνισαν.
Σκέφτομαι ώρες-ώρες εκείνα τα μικρά που μεγάλωσαν στον παιδικό σταθμό που δούλευε. Είκοσι χρόνια, είναι πολλά, πόσα παιδιά πέρασαν μπροστά της; Πόσα τσίσα καθάρισε, εμετούς, φλέματα, μύξες, ψίχουλα. Μίλησαν; Όλα εκείνα τα μικρά που μεγάλωσαν; Είπαν μια κουβέντα για κείνη την καθαρίστριά τους που τους συντρόφευε;
Ναι, πάνε πολλές φορές που σκέφτομαι τα ναυάγια. Τα ναυάγια των ανθρώπων.
Και θα μου πεις γιατί τώρα αυτά σου ιστορώ; Για τη μοναξιά και για το μοίρασμα, μα πιότερο επειδή με τρομάζει αυτός ο στίχος του Αναγνωστάκη «Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους».