[Ἡ Ἀριάδνη τὶς Ἀπόκριες]

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 10.03.19 ]

Κατάχαμα στὴν ἄκρη τῆς ταράτσας, μέχρι νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα, χαζεύω τοὺς κυματισμοὺς τῶν σεντονιῶν στὸ μπουγαδόσκοινο. Βάζω τὸ χέρι στὴν κοιλιά, χωρὶς τίποτα τὸ ζωντανὸ νὰ σαλεύει πιὰ ἐκεῖ μέσα καὶ κουλουριάζομαι ἀπὸ τὸν πόνο. Καμιὰ φορὰ σκέφτομαι, ἀξίζει νὰ βουτᾶς μὲ τὸ κεφάλι στὸ κενό. Κλείνω τὰ μάτια· θαρρῶ πὼς βλέπω ἕνα ἀστέρι νὰ θρηνεῖ μὲς στὸ μυαλό μου καὶ ἀναπνέω ρυθμικὰ σὰν τὸ δύτη ποὺ ἑτοιμάζεται γιὰ μακροϐούτι. Στὸ κενό.

Ξάφνου ὁ ἀέρας δυναμώνει καὶ φουρφουρίζει τραγούδια τῆς μέρας μὲ τὴ Δόμνα Σαμίου ἀπὸ τὸ Δεύτερο Πρόγραμμα. Τὰ τραπέζια γεμίζουνε τουρσιά, λαγάνες, χαλϐά, ὁλόφρεσκα κρεμμυδάκια, ντολμαδάκια, ἄφθονο κρασὶ καὶ ὅλα τὰ νηστίσιμα καλούδια. Ὁ μπαρμπα-Σῶτος ἀπὸ τὸ Τουρκολίμανο, μὲ τὸν κιοῦρτο στὸ κεφάλι, μᾶς φιλεύει ὁλόφρεσκες γυαλιστερές. Νά σου κι ἕνα κοριτσάκι ντυμένο μπαλαρίνα, τρέχει συνεχῶς μέσα ἔξω καὶ φωνάζει μὲ ἀναφιλητά: «Γιαγιά, γιαγιά, ὁ ταραμὰς ἔπεσε στὴ στολή μου!» Καὶ ἡ γιαγιά του τὸ καθησυχάζει: «Λεκὲ ποὺ βγάζει τὸ νερὸ νὰ μὴν τὸν συλλογᾶσσι!»

«Μαμά, μαμά, ποῦ εἶσαι;» κάποιος μὲς στὸν ὕπνο μὲ φωνάζει. Ἡ φωνὴ τῆς κόρης μου μὲ βγάζει ἀπὸ τ᾿ ὄνειρο κι ἀποχαιρετῶ ὁριστικὰ τὴν Ἴντιγκο.

Τὸ βλέμμα μου χαϊδεύει τὴ γειτονιὰ ποὺ ζῶ τὰ τελευταῖα σαράντα τρία χρόνια. Ἡ μικρὴ Ἀριάδνη, μ᾿ ἕνα χαρτάκι στὸ χέρι, καταπίνει σὰν τὸν Βέγγο τὰ σκαλοπάτια πάνω κάτω κάθε μέρα γιὰ νὰ ψωνίσει τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα. Τὸ περίσσιο μᾶς εἶναι περιττὸ καὶ τὸ λίγο πολύτιμο, συνήθιζε νὰ λέει ὁ πατέρας μου ὅταν καμιὰ φορὰ λιμπιζόμουνα μιὰ κούκλα ἐνῶ εἶχα ἤδη ἄλλη μία. Τίποτα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει πιά. Ὅλα πεθάνανε καὶ μαζί τους πέθανε καὶ ἡ πανάκριϐη λιγοσύνη μας. Μόνο τὰ λόγια τῆς γιαγιᾶς θυμᾶμαι καθαρά: Ξέχνα τὸ πολύ, γιὰ νὰ θυμηθεῖς τὸ λίγο. Ἄ, ρέ γιαγιά, μὲ τὶς σοφίες σου… Ποῦ να ’ξερες πὼς πιάστηκε στὸ δόκανο ἡ ζωή μας ὅπως τὰ μαλλιὰ τοῦ Ἀϐεσαλὼμ στὸ δάσος. Ἀπὸ ἔρωτες ἐρχόμαστε. Σὲ θανάτους καταλήγουμε. Καὶ ἀντιστρόφως.

Σηκώνω τὰ μάτια κατὰ πάνω. Ὀφείλω νὰ στείλω ἕνα μήνυμα στὴ μάνα μου. «Μάνα, ἀποφάσισα τελικὰ νὰ κρατήσω ἄπλυτη τὴ φούστα καὶ τὴν μπλούζα μὲ τοὺς κόκκινους λεκέδες. STOP!»

Δὲν ξεχνῶ μιὰ διαφήμιση ποὺ ἔϐλεπα μικρὴ στὴν τηλεόραση: «Λερωθεῖτε, κάνει καλό!» Να καὶ μιὰ διαφήμιση, εἶπα, ποὺ ἔχει δίκιο. Ὥρα νὰ πηγαίνω.  Ἡ κόρη μου μὲ χρειάζεται. Ἐδῶ πάνω δὲν εἶναι τόπος γιὰ ὄνειρα. 

Ἐδῶ πάνω οἱ ἱστορίες δὲν ἔχουν happy end.

 *(ἀπό τὸ διήγημα, «Λερωθεῖτε, κάνει καλό», που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στὸ κίτρινο», εκδ. Τὸ Ροδακιὸ, 2018)