Χόρχε Λουίς Μπόρχες: Το ψευδοπρόβλημα του Ουγκολίνο

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 26.07.22 ]

  Μετάφραση από τα ιταλικά: Φοίβος Γκικόπουλος      

                    Δεν έχω διαβάσει (κανείς δεν έχει διαβάσει) όλα τα σχόλια της Κωμωδίας, αλλά έχω την αίσθηση ότι, στην περίπτωση του περίφημου 75ου στίχου του προτελευταίου τραγουδιού της Κόλασης, έχουν δημιουργήσει ένα πρόβλημα που γεννιέται από τη σύγχυση ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματικότητα. Σ’ αυτόν το στίχο ο Ουγκολίνο από την Πίζα, αφού διηγήθηκε το θάνατο των παιδιών του στη Φυλακή της Πείνας, λέει ότι «η νήστεια πια νικάει τον πόνο» (Κόλαση, 33, 75). Από αυτή την εκτίμηση θα πρέπει να εξαιρέσω τους παλαιούς σχολιαστές, για τους οποίους ο στίχος δεν είναι προβληματικός, απ’ τη στιγμή που όλοι ερμηνεύουν ότι δεν είναι ο πόνος αλλά η πείνα που κατάφερε να νικήσει τον Ουγκολίνο. Κατά τον ίδιο τρόπο ερμηνεύει και ο Τζόφφρυ Τσώσερ στη χονδροειδή περίληψη του επεισοδίου που ενσωματώνει στον κύκλο του Καντέρμπερυ.

                    Ας εξετάσουμε πάλι τη σκηνή. Στο παγωμένο περιβάλλον του ένατου κύκλου, ο Ουγκολίνο ροκανίζει στην αιωνιότητα το κρανίο του αρχιεπίσκοπου Ρουτζιέρι ντέλι Ουμπαλντίνι και σκουπίζει το ματωμένο στόμα του με τα μαλλιά του καταδικασμένου. Σηκώνει το στόμα, όχι το πρόσωπο, από το φοβερό γεύμα και αφηγείται ότι ο Ρουτζιέρι τον πρόδωσε και τον φυλάκισε μαζί με τους γιους του. Μέσα από το μικρό παράθυρο του κελιού τους, είδε πολλά φεγγάρια να μεγαλώνουν και να μικραίνουν, μέχρι τη νύχτα που ονειρεύτηκε ότι ο Ρουτζιέρι, μαζί με άγρια σκυλιά, κυνηγούσε στις πλαγιές ενός βουνού ένα λύκο με τα μικρά του. Την αυγή ακούει τους χτύπους του σφυριού που αμπαρώνουν την πόρτα του πύργου. Περνάει μια μέρα και μια νύχτα, σε σιωπή. Ο Ουγκολίνο, από τον πόνο, δαγκώνει τα χέρια του, οι γιοι του πιστεύουν ότι το κάνει από πείνα και του προσφέρουν τις σάρκες τους, που αυτός ο ίδιος δημιούργησε. Ανάμεσα στην πέμπτη και την έκτη μέρα τους βλέπει να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλον. Μετά τυφλώνεται και μιλά με τους νεκρούς του και κλαίει και τους ψηλαφίζει στο σκοτάδι κι ύστερα «η νήστεια πια νικάει τον πόνο».

                    Είπα τι νόημα δίνουν σ’ αυτό το εδάφιο οι πρώτοι σχολιαστές. Έτσι εξηγεί ο Ραμπάλντι ντα Ίμολα τον 14ο αιώνα: «σαν να ‘λεγε ότι η πείνα νίκησε εκείνον που ο πόνος δεν μπόρεσε να νικήσει και να σκοτώσει». Ανάμεσα στους νεότερους ασπάζονται αυτή την άποψη ο Φραντσέσκο Τορράκα, ο Γκουίντο Βιτάλι και ο Τομμάζο Καζίνι. Ο πρώτος βλέπει στα λόγια του Ουγκολίνο έκπληξη και τύψεις, ο τελευταίος προσθέτει: «σύγχρονοι ερμηνευτές, αντίθετα, φαντάστηκαν ότι ο Ουγκολίνο κατέληξε ώστε να τραφεί με τις σάρκες των παιδιών του, πράγμα αντίθετο με τη λογική της φύσης και με την ιστορία», και θεωρεί περιττή την αντιδικία. Ο Μπενεντέττο Κρότσε συμφωνεί μαζί του και υποστηρίζει ότι ανάμεσα στις δύο ερμηνείες η πιο συνεπής και πιο αληθοφανής είναι η παραδοσιακή. Ο Μπιάνκι, πολύ σωστά, σημειώνει: «Άλλοι θεωρούν ότι ο Ουγκολίνο έφαγε τις σάρκες των παιδιών του, ερμηνεία καθόλου πιθανή που δεν είναι θεμιτό να απορρίψουμε». Ο Λουίτζι Πιετρομπόνο (στην άποψή του θα επιστρέψω) λέει ότι ο στίχος είναι ηθελημένα μυστηριώδης.

                    Πριν μπω κι εγώ, με τη σειρά μου, στην «περιττή αντιδικία», θέλω να σταθώ για μια στιγμή στην καθολική προσφορά των παιδιών. Παρακαλούσαν τον πατέρα τους να ξαναπάρει εκείνες τις σάρκες που αυτός δημιούργησε: «εσύ την έρμη σάρκα / μας φόρεσες, εσύ και παρ’ την πίσω» (Κόλαση, 33, 61-62).

                    Φαντάζομαι ότι τέτοια λόγια θα πρέπει να προξενούν όλο και μεγαλύτερη αμηχανία σ’ αυτόν που τα θαυμάζει. Ο Ντε Σάνκτις (Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας, 1912) στοχάζεται την ξαφνική συνάντηση ετερογενών εικόνων. Ο Ντ’ Οβίντιο (Νέες μελέτες για τον Δάντη, 1932) αναγνωρίζει ότι «αυτή η θαρραλέα και κριτική έκφραση γονικού πάθους... σχεδόν αλυσοδένει κάθε ελευθερία κριτικής». Όσο για μένα, σκέφτομαι ότι αυτή η σκηνή δημιουργεί μια από τις σπάνιες παραποιήσεις που βρίσκονται στην Κωμωδία. Τη θεωρώ λιγότερο άξια γι’ αυτό το έργο από την πένα του Μαλβέτσι ή τον σεβασμό του Γκρασιάν. Ο Δάντης, πιστεύω, δεν ήταν δυνατόν να μην αντιλήφθηκε την παραποίηση, απ’ τη στιγμή μάλιστα που η κατάσταση φορτίζεται από την καθολική προσφορά των παιδιών στο φοβερό γεύμα. Κάποιοι θα υπονοήσουν ότι είμαστε μπροστά σ’ ένα ψέμα του Ουγκολίνο, για να δικαιολογήσει (να υποδείξει) το έγκλημα που διέπραξε.

                    Το ιστορικό πρόβλημα αν ο Ουγκολίνο ντέλλα Γκεραντέσκα έπραξε τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου του 1289 τον κανιβαλισμό είναι, προφανώς, άλυτο. Το αισθητικό ή λογοτεχνικό πρόβλημα είναι τελείως διαφορετικής φύσης. Θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε ως εξής: ο Δάντης θέλησε να σκεφτούμε ότι ο Ουγκολίνο (ο Ουγκολίνο της δικής του Κόλασης, όχι το ιστορικό πρόσωπο) έφαγε τις σάρκες των παιδιών του; Θα διακινδύνευα αυτή την απάντηση: ο Δάντης θέλησε όχι να το σκεφτούμε αλλά να το υποψιαστούμε[1]. Η αβεβαιότητα είναι μέρος του σχεδίου του. Ο Ουγκολίνο ροκανίζει το κρανίο του αρχιεπίσκοπου. Ο Ουγκολίνο ονειρεύεται σκυλιά με κοφτερά δόντια που κατασπαράσσουν τα πλευρά του λύκου («και φάνη μου/ τα δόντια τα σουβλερά πώς σκίζαν τα πλευρά τους», Κόλαση, 33, 35-36). Ο Ουγκολίνο, ωθούμενος από τον πόνο, δαγκώνει τα χέρια του. Ο Ουγκολίνο αισθάνεται ότι οι γιοι του προσφέρουν τις σάρκες τους. Ο Ουγκολίνο, προφέροντας τον επίμαχο στίχο, επιστρέφει να ροκανίζει το κρανίο του αρχιεπίσκοπου. Αυτές οι πράξεις υπαγορεύουν ή συμβολίζουν το φοβερό γεγονός. Εκπληρώνουν μια διπλή λειτουργία: τις θεωρούμε μέρος της αφήγησης και είναι προφητείες.

                    Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον (Μελέτες ηθικής, 110) παρατηρεί ότι οι πρωταγωνιστές ενός βιβλίου είναι σειρά από λέξεις. Σ’ αυτή τη ρήση, όσο κι αν μας φαίνεται βλάσφημη, καταλήγουν ο Αχιλλέας και ο Περ Γκυντ, ο Ροβινσώνας Κρούσος και ο Δον Κιχώτης. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δυνατούς που κυρίευσαν τη γη: μια σειρά από λέξεις είναι ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Αττίλας. Για τον Ουγκολίνο πρέπει να πούμε ότι είναι μια λεκτική πλοκή, που αποτελείται από τριάντα περίπου τρίστιχα. Θα πρέπει να συμπεριλάβουμε σ’ αυτή την πλοκή και την ιδέα του κανιβαλισμού; Θα πρέπει, επαναλαμβάνω, να την υποψιαστούμε με αβεβαιότητα και φόβο. Να αρνηθούμε ή να αποδεχτούμε το κτηνώδες έγκλημα του Ουγκολίνο είναι λιγότερο φοβερό από το να το διακρίνουμε.

                    Ο ισχυρισμός ότι «ένα βιβλίο είναι οι λέξεις που το αποτελούν» κινδυνεύει να φανεί ένα κοινότοπο αξίωμα. Κι όμως, είμαστε όλοι πρόθυμοι να πιστέψουμε ότι υπάρχει μια φόρμα έξω από το περιεχόμενο και ότι δέκα λεπτά διάλογος με τον Χένρυ Τζαίημς θα μας αποκάλυπταν το ‘πραγματικό’ θέμα από το Στρίψιμο της βίδας. Νομίζω ότι δεν είναι έτσι. Πιστεύω ότι ο Ουγκολίνο του Δάντη δεν ήξερε πολλά περισσότερα απ’ όσα λεν τα τρίστιχά του. Ο Σοπενχάουερ δήλωσε ότι ο πρώτος τόμος του πιο σημαντικού του έργου αποτελείται από μία μόνο σκέψη και ότι δεν έχει βρει έναν πιο σύντομο τρόπο για να τη μεταδώσει. Ο Δάντης, αντίθετα, λέει ότι όσα φαντάστηκε για τον Ουγκολίνο βρίσκονται στα επίμαχα τρίστιχα.

                    Στον πραγματικό χρόνο, στην ιστορία, κάθε φορά που ένας άνθρωπος βρίσκεται μπροστά από περισσότερες εναλλακτικές λύσεις, επιλέγει μία από αυτές και απορρίπτει και χάνει τις άλλες. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στον ασαφή χρόνο της τέχνης, που μοιάζει μ’ εκείνον της ελπίδας κι εκείνον της λήθης. Ο Άμλετ, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, είναι συνετός και είναι τρελός[2]. Στο σκοτάδι του Πύργου της Πείνας του, ο Ουγκολίνο καταβροχθίζει και δεν καταβροχθίζει τα αγαπημένα πτώματα, αυτή η αβεβαιότητα είναι η περίεργη ύλη από την οποία είναι πλασμένος. Έτσι, με δύο πιθανές αγωνίες, τον ονειρεύτηκε ο Δάντης και έτσι θα τον ονειρευτούν οι επόμενες γενιές.

            


[1] Ο Λουίτζι Πιετρομπόνο παρατηρεί (Κόλαση, σ. 47) ότι «η πείνα δεν πιστοποιεί την ενοχή του Ουγκολίνο, αλλά αφήνει να την εννοήσουμε και όχι εις βάρος της τέχνης ή της ιστορικής ακρίβειας. Αρκεί να τη θεωρήσουμε  πιθανή».

[2] Για παράδειγμα θα πρέπει να θυμίσουμε δύο γνωστές ασάφειες. Η πρώτη, «la sangrienta luna» του Κεβέδο, που την ίδια στιγμή είναι εκείνη των πεδίων των μαχών κι εκείνη της οθωμανικής σημαίας. Η δεύτερη, η «mortal moon» του σονέτου 107 του Σαίξπηρ, που είναι η σελήνη του ουρανού και η Παρθένος.