Χαράματα στο σταθμό

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 16.12.18 ]

Δεν είχε τύχει να ξαναβρεθεί αχάραγα στο ΚΤΕΛ. Το κρύο είχε αρχίσει να περονιάζει για τα καλά, Δεκέμβρης στα μισά του. Από μακριά, τα λαμπάκια πίσω από τη τζαμαρία, που αναβόσβηναν αλαφιασμένα, πάνω σ’ ένα παλιακό ξεχαρβαλωμένο έλατο, θύμιζαν πως Χριστούγεννα έφταναν –για όλο τον κόσμο-…

Μπαίνοντας μέσα στη μεγάλη αίθουσα, μια γλυκιά ζέστη τη διαπέρασε. Ναι! Οι σταθμοί είχαν τα τελευταία χρόνια εκμοντερνιστεί, δε θύμιζαν σε τίποτα τα μουντά φτωχά και κρύα καφενεία των ταινιών του Αγγελόπουλου... Όπου η φουφού της ξυλόσομπας αυτές της ώρες θα έπνεε τα λοίσθια.

Κοίταξε το ρολόι της. Είχε φτάσει νωρίς. Για μισή ώρα ήταν καταδικασμένη να ξεροσταλιάσει εκεί μέσα. Κάθισε άκρη στο παράθυρο, παράγγειλε τσάι. Και θα έβγαζε το βιβλίο από τη τσάντα, όταν τον είδε απέναντι. Έμπαινε με τον αέρα του ανθρώπου, που  ο χώρος τού ήταν οικείος , ψηλός δυο μέτρα, ατσούμπαλος, ο σκούφος στραβά, το τσιγάρο στο χέρι. Σέρνοντας πάντα το δεξί του πόδι.

«Ο Γερμανός!» σκέφτηκε. Άλλοι του το ’χαν για παρατσούκλι. Δεν κολλούσε όμως με τη σκοτεινή, μελαχρινή του εμφάνιση, εξόν από το μπόι. Κάπως έτσι είχε έρθει και στα δικά της αυτιά μια περίεργη ιστορία, από κάποια φίλη. «Είναι όντως γερμανός από πατέρα! Η μάνα του όμως, γύφτισα, από δω!» Η φίλη, χαρακτήριζε έτσι, πολλούς ντόπιους, ακολουθώντας μια δικιά της θεωρία. Αυτά που κατάλαβε η ίδια, ήταν ότι ο άντρας, καμιά εξηνταριά και βάλε, ήταν νόθο παιδί ενός παράνομου έρωτα, από τα χρόνια τα μεταπολεμικά, της μεγάλης μετανάστευσης προς Γερμανία. Μεγαλωμένο τον έφερε η μάνα του εδώ και του κόλλησαν το παρατσούκλι της ντροπιαστικής του προέλευσης. Με μια ειρωνεία πάντα, μιας και τα χρώματά του πρόδιδαν το ταπεινό άλλο του μισό. Κατά τη φίλη της, ή δεν ήξερε, ή αρνιόταν να μιλήσει ελληνικά. Όσες φορές τον πετύχαινε η ίδια στους δρόμους, μονολογούσε τα δικά του στην πατρική του γλώσσα, την ίδια ώρα που η καύτρα του τσιγάρου πλησίαζε επικίνδυνα τα καβουρντισμένα του δάχτυλα. Πώς ζούσε; Νοιάζονταν κάποιος γι αυτόν; Κανείς δεν ήξερε. Όμως το κουμάντο του το είχε, καθώς δε ζητιάνευε ποτέ.

Έκατσε απέναντι, και το κορίτσι του μπαρ του έφερε κάτι σ’ ένα πλαστικό ποτήρι. Ίσως τσάι, κάνα ποτό διόλου απίθανο, τα χούγια του πάντως έμοιαζαν γνωστά εδώ μέσα, και μια κι η πληρωμή επίσης σίγουρη, κανείς δεν έφερνε αντίρρηση. Έβγαλε κι έστριψε τσιγάρο.

Ήταν τότε που άκουσε τη φωνή του απέξω.

«Τράβα από δω παλιόσκυλο πρωί-πρωί! Μαγαρισμένε»

Κι από την πόρτα, απέναντι από την είσοδο, εκεί ακριβώς απ’ όπου ξεκινούσαν τα λεωφορεία, μπήκε ένας τύπος θεριακός, ξέχειλη η κοιλιά του από το παντελόνι, το ίδιο όπως και η ασέβεια από το λιπαρό του πρόσωπο. Ήταν ο Μένιος  ο αχθοφόρος, χρόνια τώρα, βοηθός εκεί. Γνωστός -όψιμα-, και για τα εθνικοπατριωτικά του φρονήματα, που με την κρίση, είχαν απλώσει ραβδιά-παραφυάδες, προς κάθε απόκληρο που ξέπεφτε μπροστά του.

Όχι! Τα σκάγια δεν ήταν για το «γερμανό». Αφορούσαν αυτόν που μόλις έμπαινε στη σκηνή αλλά από απέναντι, από την κυρία είσοδο. Ήταν ο Χρήστος, ο «τρελός του χωριού», ο Χρήστος των αγέρηδων, της βροχής, της λιακάδας και του καύσωνα, ο Χρήστος που έσκαβε με το ταχύ του βήμα απ’ άκρη σ’ άκρη τη μικρή τους πολιτεία, με τα λυτά αλλοπαρμένα του μαλλιά -κατάμαυρα-, και την άσπρη του πατερική γενειάδα να ραπίζει δεξιά κι αριστερά τον αέρα, καθώς διέσχιζε με τις τεράστιες δρασκελιές –ίδια αράχνη λες- τον τόπο. Ο Χρήστος που περνούσε σίφουνας ανάμεσα από τους εξωτερικούς θαμώνες των μπαρ τα ωραία κυριακάτικα πρωινά, ζητώντας αδιάφορα ένα τσιγάρο, έτσι όπως το ίδιο αδιάφορα απομακρυνόταν μετά από τις απειλές τους. Ναι, γιατί η μπόχα του Χρήστου δεν αντέχονταν. Κατουρλιό και σπέρμα μαζί. (Με φρίκη-σχεδόν- θυμήθηκε ένα καυτό απομεσήμερο, στην πόλη νέκρα, ο κόσμος χυμένος στις παραλίες. Και τον Χρήστο να σειέται στην ανόσια δημόσια ηδονή του μπροστά σ’ ένα τοίχο. Και πλάι του ένα σκυλί να ψάχνει αδιάφορα το χώμα).

Ο Χρήστος, αγνοώντας απειλές πήγε και στρογγυλοκάθισε σε μια καρέκλα, πλάι στο Γερμανό, που ρουφούσε χωμένος στις δικές του σκέψεις το τσιγάρο του.

«Ένα τσιγάρο αδερφέ!» Πρόλαβε να του κάνει, πριν τα εξαρθρωμένα  –λες- ρουθούνια του Μένιου, προσγειωθούν  φρουμάζοντας επάνω του.

«Παλιοβρωμιάρη, κάθε μέρα τα ίδια, χάσου από δω χάμου, θα καλέσω την αστυνομία. Ανάθεμα την κοιλιά που σας επέτα, μαζί με κάθε απόβρασμα της κοινωνίας που μας φορτώνεται δω πέρα! Γύφτοι, πακιστανοί, κάθε καρυδιάς καρύδι, τα λιβάνια σας μέσα! Θεό δεν έχετε, μέρες που ’ρχονται! Ετούτος, τουλάχιστο- κι έδειξε κατά το γερμανό-, έχει το κουμάντο του!»

Για πρώτη φορά, είδε το δόλιο-Χρήστο να σηκώνεται από τη θέση του και να πετιέται αλαφιασμένος κάτι βήματα πίσω. Για καλή του τύχη όμως, κάποιος κάλεσε το διώκτη του την ίδια ώρα στο γκισέ. Κι ο Χρήστος, στρογγυλοκάθισε στη θέση του πάλι.

Ήταν τότε που άκουσε από το μεγάφωνο την αναχώρηση του δικού της λεωφορείου και σηκώθηκε.

Βγαίνοντας από την πόρτα, έπιασε με την άκρη του ματιού το γερμανό, να προσφέρει  τσιγάρο στο Χρήστο.

Από το παράθυρο του λεωφορείου, έριξε μια τελευταία ματιά στους φτωχοδιάβολους του πρωινού.

Ο Μένιος κάτι χειρονομούσε έντονα πάλι, σπρώχνοντας με το πόδι  ένα δέμα. Ο γερμανός ψιλοκουβέντιαζε τα δικά του καπνίζοντας ,  αδιάφορα. Κι ο Χρήστος, έφερνε την τελευταία του γυροβολιά, γύρω από το έλατο των γιορτών.