Ο Τάσος Χαλκιάς είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ηπειρώτικης δημοτικής μουσικής. Είναι το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του Πολυχρόνη Χαλκιά και γεννήθηκε στη Γρανιτσοπούλα Ιωαννίνων το 1914. Σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών έχασε τον πατέρα του. Δύο χρόνια μετά η μητέρα του του αγόρασε ένα κλαρίνο από περιπλανώμενο πωλητή και σχεδόν έμαθε μόνος του να παίζει χωρίς να γνωρίζει να διαβάζει παρτιτούρα. Έπειτα από περιπέτειες και αποσπασματική μαθητεία στα αδέλφια του (όλοι μουσικοί) έγινε δεκτός στην περίφημη Κομπανία των «Χαλκιάδων» -ήταν τότε 17 ετών. Η «Κομπανία», το καλοκαίρι έπαιζε στα πανηγύρια της Ηπείρου, ενώ τον χειμώνα ήταν εγκατεστημένη στην Αθήνα, στον Βοτανικό.
Πολέμησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τραυματίστηκε. Το 1941 σε γερμανικό βομβαρδισμό σκοτώθηκαν η γυναίκα και τα δύο του παιδιά. Τότε εκείνος εντάχτηκε στην Αντίσταση και πολέμησε από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Μεταπολεμικά, η Κομπανία των Χαλκιάδων επανασυστάθηκε και περιόδευσε στα πανηγύρια της χώρας, ενώ άρχισε και να δισκογραφεί στην Columbia. Η κομπανία, εκτός από τον Τάσο, περιελάμβανε και τους δύο αδελφούς του, που ήταν σπουδαίοι μουσικοί: τον Φώτη, που έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε και τον Κυριάκο, που έπαιζε βιολί.
Τη δεκαετία του 1950 ο Τάσος Χαλκιάς επισκέφτηκε το Κάιρο, όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Έπειτα ταξίδεψε στην Αμερική όπου παρέμεινε από το 1958 έως το 1963. Εκεί γνωρίστηκε και με τον θρυλικό κλαρινίστα τζαζίστα Μπένι Γκούντμαν. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημιούργησε το 1964 νέο «οικογενειακό» συγκρότημα και εμφανίστηκε σε γνωστά Κέντρα της Αθήνας («Μαυρομμάτη», «Ζούγκλα»,κ.λπ.). Όμως ξανάφυγε για την Αμερική, μένοντας εκεί άλλα τρία χρόνια και σ’ αυτό το διάστημα ηχογράφησε περί τα 180 τραγούδια («Βασιλικέ μου τρίκλωνε», «Έρωτα πανάθεμά σε», «Το παράπονο του τσοπάνου», κ.λπ.). Επέστρεψε στην Αθήνα και το 1970 εμφανίστηκε με τον Διονύση Σαββόπουλο. Το 1972 ανέλαβε τη μουσική του «Αίαντα» που ανέβασε το ΚΘΒΕ. Δέκα χρόνια αργότερα, ανέλαβε τη διοργάνωση τριών συναυλιών στο Θέατρο Λυκαβηττού για να τιμηθούν τα 125 χρόνια των «Χαλκιάδων». Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του έπαιξε σε δεκάδες δίσκους και ηχογράφησε εκατοντάδες μουσικούς σκοπούς (για την Ακαδημία Αθηνών, το Γ΄ Πρόγραμμα και τη δισκογραφία).
Ο Τάσος Χαλκιάς αντιπροσώπευε μια «σχολή» παιξίματος του ηπειρώτικου κλαρίνου, που την χαρακτήριζε το λιτό και δωρικό ύφος, σε αντίθεση με το γενικώς γρήγορο, περισσότερο «διακοσμημένο» και τεχνικό παίξιμο άλλων μεγάλων οργανοπαικτών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, λόγω καρδιακών επεισοδίων και πνευμονικών οιδημάτων, είχε αποχωριστεί το τελευταίο κλαρίνο του (το οποίο μετά τον θάνατό του κατατέθηκε στο «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων»). Στους LP δίσκους του περιλαμβάνονται: «Το κλαρίνο του Χαλκιά» (1967), «Ηπειρώτικος γάμος» (1973), «Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα» (1975), «Ηπειρώτικο γλέντι» (1976), «Ήπειρος» (1976), Τάσος Χαλκιάς: «Great Solos 4: Κλαρίνο» (1977), «Τα Ηπειρώτικα» (1982), «Ο Τ. Χαλκιάς και το κλαρίνο του, Νο 3» (1984), «Αθάνατα κλαρίνα» (1984), «Τ. Χαλκιάς» (1992).
Σύμφωνα με τα ηπειρώτικα παλιά έθιμα και σύμφωνα με επιθυμία του, όταν πέθανε, στην τελετή της ταφής του ομάδα από τριάντα κλαρινίστες συναδέλφους του έπαιξαν ένα ηπειρώτικο μοιρολόι πάνω από τον τάφο του.