Χίβα Παναχί: «Αχ Θεέ Εσύ ο πρώτος ποιητής Όταν γεννήθηκα τι έκανες;»
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 05.02.23 ]«Κάθε απόγευμα Ένα παιδί κάθεται.
Κάθεται Στις τσιμεντένιες σκάλες Του σπιτιού
Κοιτάει επίμονα
Στα μάτια των αναστεναγμών μου», ( ‘Αναμνήσεις’).
Διάλεξε την Ελλάδα, όπως λέει σε συνέντευξή της, γιατί «Ο πάππους μου γνώριζε οχτώ γλώσσες, ήταν ο άνθρωπος που μου δίδασκε φιλοσοφία, από αυτόν άντλησα τον τρόπο σκέψης και αντίληψης της ανθρώπινης ζωής. Πριν πάω στο σχολείο είχαμε κάνει μαζί την απολογία του Σωκράτη. Γνώριζα για τη φιλοσοφία και την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού από τους λογοτέχνες, τον Όμηρο, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη.
Το 2008 παρουσίασε στην Αθήνα την πρώτη ποιητική συλλογή της στα ελληνικά, «Τα Μυστικά του Χιονιού», ποιήματα της ελευθερίας, της εξορίας και της αγάπης, που την καταξίωσαν ως ποιήτρια στη χώρα μας. Στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο τμήμα ελληνιστικών σπουδών, το έργο αυτό θεωρείται ως
αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Η κουρδική της καταγωγή, η εμπειρία της καταδίωξης και της φυγής από το Ιράν, η εξορία, η νοσταλγία, η ευαισθητοποίηση για το γυναικείο ζήτημα, η αναζήτηση του έρωτα και η αγάπη για τη φύση και την ελευθερία διαμορφώνουν το έργο και τη δράση της. «Αχ Θεέ Εσύ ο πρώτος ποιητής Όταν γεννήθηκα τι έκανες»; γράφει.
Η ίδια σε συνέντευξή της έχει παρομοιάσει την κατάσταση του πρόσφυγα και μετανάστη με τον Προμηθέα Δεσμώτη: «Ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, μοιάζει κάπως με τον ‘Προμηθέα Δεσμώτη’. Η άδεια παραμονής είναι ο αετός που του τρώει καθημερινά το συκώτι...».
Την εξορία της αντιλαμβάνεται ως μέρος της ευρύτερης μοίρας του κουρδικού λαού: «Η δική μου ιστορία προσφυγιάς είναι σαν απάντηση τόσο σύντομη, όμως για μένα και τον κατατρεγμένο κουρδικό λαό είναι η ιστορία της ζωής μας» Αγάπησε την Ελλάδα για «το φως και τη θάλασσα» και «την επικοινωνία που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, σε αντίθεση με τις χώρες της βόρειας Ευρώπης». Στο έργο της συναντάμε έντονο κοινωνικό προβληματισμό και σαφείς πολιτικές προεκτάσεις.
Ἕνας Ποιητής δολοφονήθηκε
Οἱ ἀποστάσεις μακραίνουν παντοῦ
Τά μάτια σκορπίζουν παντοῦ
Οἱ ἦχοι σέ ἔψαχναν παντοῦ
Τά μάτια σου βρέθηκαν στούς δρόμους
Σκεπασμένα μέ χιόνι.
Η ποιήτρια επαναστατεί εναντίον της αδικίας που υφίσταται ο λαός της και η φωνή της ταυτίζεται με το «τραγούδι» του χιονιού, που πέφτει πάνω στα κουρδικά βουνά. Mεταμορφώνει τον πόνο και την απώλεια σε ένα βαθύ αίσθημα για την ανθρωπότητα και τη φύση:
Πῶς καταφέραμε νά τά κάνουμε ἔτσι;
Κοιτῶ γύρω: ἕνας πετάει τό τσιγάρο
Ἕνας ἄλλος τό μπουκάλι του
Ὃλοι μέ τή σειρά πετᾶνε κάτι
Κανείς δέν πιστεύει
Ἡ μητέρα γῆ ἔχει βαθιά κατάθλιψη
Γεννήθηκε το 1980 στην πόλη Σίνα του Ιρανικού Κουρδιστάν, όπου και πήγε σχολείο. Είναι γνωστή ποιήτρια στο Ιράν, στο Ιράκ και στη Συρία. Είναι λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, έζησε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας και πρόσφατα πήγε στις Ηνωμένες πολιτείες. Τη δική της χώρα την εγκατέλειψε όταν αντέδρασε στο λιθοβολισμό μιας συμμαθήτριάς της και φυλακίστηκε γι’ αυτό.
Το 2000 ήρθε στην Ελλάδα με υποτροφία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Είναι πτυχιούχος κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάκτωρ κοινωνικών επιστημών στο ίδιο Τμήμα.
Στην ποίησή της, διανθισμένη από τη μυθική παρουσία της Ανατολής, διαφαίνεται το κλίμα της πολιτικής καταπίεσης που επικρατεί στο Ιράν, η λογοκρισία, οι εκτελέσεις ή δολοφονίες, οι απαγορεύσεις που σχετίζονται με τις γυναίκες, οι αγώνες των Κούρδων, η προσφυγιά. Η τέχνη της είναι ένα μέσο αντίστασης: «Το όνειρο μου είναι να ριζώσει η ελευθερία και ο σεβασμός παντού και οι άνθρωποι να μην ξεριζώνονται, έτσι σαν τα ξεχωριστά άνθη να εξακολουθούν να ποτίζουν τη γη και την ανθρώπινη ύπαρξη».
Ο Νάνος Βαλαωρίτης έγραψε για αυτήν: «Τα ποιήματα της Χίβας Παναχί έχουν μια ανατολίτικη γεύση γλυκιά και γεμάτη υπονοούμενα. Είναι σύντομα και αποπνέουν μια ιδιότητα η οποία προέρχεται από μια πανάρχαια ποιητική παράδοση που θέλει η ποίηση, με πλάγιο τρόπο να αναφέρεται σε γεγονότα συχνά τραγικά ή νοσταλγικά, αλλά με ένα πάθος έντονο, μετριασμένο μόνο από τον τρόπο της αναφοράς. Τα έντονα αισθήματα καλύπτονται από μεταφορές και ελλείψεις, πηδώντας την απευθείας αφήγηση. Η ιδιαιτερότητά τους είναι θαυμαστή, και διαφέρει πολύ από τον τρόπο που γράφουμε οι Έλληνες και οι άλλοι Ευρωπαίοι. Η ποίησή της ανήκει στη μεγάλη περσική παράδοση με μια έντονη χροιά σκληρών αισθημάτων προερχόμενων από την κουρδική καταγωγή της που την χρωματίζουν δραματικά».