(ΦΡ)ΕΑΡ

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 20.04.21 ]

 Το ’49 ο φιλόλογος της Δ’ Γυμνασίου, άνθρωπος δύστροπος αλλά φανατικός με τ’ αρχαία, τον σήκωσε στον πίνακα για να κλίνει το ουσιαστικό το «φρέαρ». Ο φίλος του ο Τάκης θα έκλινε «τὸ ἔαρ». Ένιωσε αδικημένος. Το «ἔαρ», σκέφτηκε, δεν έχει πληθυντικό, ένα είναι και φεύγει γρήγορα, ενώ το άλλο το δικό μου… Τον πληθυντικό τον γνώριζε από πρώτο χέρι. Τα βράδια άκουγε αντίλαλους από τα τοιχώματα των πηγαδιών, βογγητά γυναικών, παιδικές φωνές, κι αυτός έκλεινε τ’ αυτιά του να μην ακούει. Ορκίστηκε να μην τα πλησιάσει και να τ’ αφήσει άκλιτα. Τα χρόνια πέρασαν αλλά κάθε άνοιξη –όρκο παίρνει- αφουγκράζεται τους ίδιους ήχους λες και στοίχειωσαν τον τόπο. Τώρα, γέρος, πεταμένος σε κάποιον οίκο επιταχυθανασίας, τις νύχτες που ύπνος δεν του κολλάει, προσπαθεί να θυμηθεί την κλίση των τριτόκλιτων ονομάτων. Το «ἔαρ» τού φαίνεται λέξη ξένη και άκλιτη. Το «φρέαρ» το θυμάται αλλά δεν το κλίνει· φοβάται τις πτώσεις.