«Σαν κορδέλα τυλιγμένη γύρω από μια βόμβα», έτσι χαρακτήριζε ο περίφημος γάλλος σουρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν την τέχνη της Φρίντας Κάλο. Και ο χαρακτηρισμός θα μπορούσε φυσικά να αναφέρεται και στην ίδια τη ζωγράφο με τα φανταχτερά φορέματα πάνω στο τσακισμένο σώμα. Ο πόνος, ψυχολογικός και σωματικός, απεικονίζεται με τρομαχτική παραστατικότητα σε πολλούς απ’ τους πίνακές της.
Η Φρίντα Κάλο γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1907 στο Κογιοακάν της Πόλης του Μεξικού και έμελλε να εξελιχθεί σε μία από τις σημαντικότερες ζωγράφους του 20ού αιώνα. Ο πατέρας της καταγόταν από οικογένεια γερμανοεβραίων, ήταν μορφωμένος, άθεος και είχε έρθει σε νεαρή ηλικία στο Μεξικό όπου είχε γίνει φωτογράφος. Η μητέρα της ήταν καθολική ισπανομεξικάνα. Στα έξι της, η Φρίντα αρρώστησε από πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να μείνει μικρότερο από το άλλο και ημιπαράλυτο. Παρακολούθησε την Escola Preparatoria όπου και είδε για πρώτη φορά τον μετέπειτα σύζυγό της, τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος ζωγράφιζε τους τοίχους της σχολής. Στα 18 της, το 1925, ένα τραμ συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε. Υποβλήθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων και έκτοτε η ζωή της σημαδεύτηκε από πόνο και θλίψη για την αδυναμία της να κάνει παιδιά. Το 1926, ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα η Κάλο ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Η οικογένειά της δε μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα οικονομικά, για αυτό και την προέτρεψαν να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής. Με την επιστροφή της στο σπίτι, όπου συνέχισε την ανάρρωσή της, αρχίζει να ζωγραφίζει την πρώτη αυτοπροσωπογραφία της. Αυτή έμελλε να είναι η καθοριστική στιγμή για την καριέρα της.
Τρία χρόνια μετά παντρεύτηκε τον Μεξικάνο Ντιέγκο Ριβέρα, με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές απόψεις. Ο έρωτάς τους άφησε εποχή. Η σχέση τους πέρασε από «σαράντα κύματα», αλλά η αγάπη τους κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Παντρεύτηκαν το 1929, χώρισαν δέκα χρόνια μετά και ξαναπαντρεύτηκαν το 1940. Μόνιμο πρόβλημα στον γάμο τους ήταν η αδυναμία του Ριβέρα στις όμορφες γυναίκες. Όταν ο Ριβέρα έκανε σχέση με την αδελφή της Κάλο, εκείνη κατέρρευσε. Έγραψε στο ημερολόγιό της: «Είμαι σε τέτοια κατάσταση θλίψης, που δεν μπορώ να ζωγραφίσω. Η κατάσταση με τον Ντιέγκο χειροτερεύει κάθε μέρα». Η Κάλο αποφασίζει να περάσει στην αντεπίθεση και κάνει σχέσεις με άνδρες και γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Ζοζεφίν Μπέικερ και ο Λέον Τρότσκι που ζούσε με τη σύζυγό του στο Γαλάζιο Σπίτι για δύο χρόνια, ως φιλοξενούμενος του ζεύγους Κάλο-Ριβέρα, έπειτα από την εξορία του από τον Στάλιν.
Στη ζωγραφική της κυριαρχούν τα έντονα χρώματα. Το στιλ που χρησιμοποιεί φαίνεται επηρεασμένο από τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στο Μεξικό, αλλά φαίνεται να έχει δεχτεί και επίδραση των ευρωπαϊκών ρευμάτων στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Ρεαλισμός, ο Συμβολισμός και ο Υπερρεαλισμός. Αρκετά έργα της είναι αυτοπροσωπογραφίες, μέσα από τις οποίες εκφράζεται ο προσωπικός πόνος και η σεξουαλικότητά της. Οι πίνακές της είναι αντιδιαμετρικοί από τους πίνακες του Ριβέρα. Eνώ ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, η Κάλο παρέμεινε πιστή στην τάση της mexicanidad, τη μεξικανική κουλτούρα που ανθούσε εκείνη την περίοδο. Συχνά οι πίνακές της επηρεάζονται τα δημοφιλή λαϊκά χριστιανικά τάματα (retablos) και αποτελούν ευχαριστία στην Παρθένο Μαρία για την πραγματοποίηση μιας ευχής. Μαζί με τον Ριβέρα πήγαν το 1930, στο Σαν Φρανσίσκο, όπου η Κάλο εξέθεσε στην περιοδική έκθεση των γυναικών καλλιτεχνών της πόλης τον πίνακα που είχε μόλις φιλοτεχνήσει με τους δυο τους. Στη συνέχεια πήγαν στη Νέα Υόρκη και στο Ντιτρόιτ, όπου ο Ριβέρα εξέθεσε τα έργα του στα μεγαλύτερα αμερικανικά μουσεία. Το 1932, η Κάλο άρχισε να ενσωματώνει στην τεχνοτροπία της πιο παραστατικά και σουρεαλιστικά στοιχεία, όπως στον περίφημο πλέον πίνακα «Νοσοκομείο Χένρι Φορντ» (1932). Όπως και με τα πρώτα πορτρέτα της, το έργο είναι βαθύτατα συγκινησιακό και αυτοβιογραφικό, απαθανατίζοντας τη δεύτερη αποβολή της. Αυτή ήταν η μία από τις τρεις εκθέσεις που πραγματοποίησε η Κάλο στη διάρκεια της ζωής της. Οι άλλες δύο ήταν στο Παρίσι και στο Μεξικό.
Η υγεία της Κάλο χειροτέρευε, όσο περνούσαν τα χρόνια, τα οποία ξόδευε στα νοσοκομεία, κάνοντας συνεχώς εγχειρήσεις στη σπονδυλική της στήλη. Έγραφε στο ημερολόγιό της, πως σκεφτόταν συνεχώς την αυτοκτονία. Ο μόνος λόγος που έμενε ζωντανή, ήταν ο Ντιέγκο και «η ματαιοδοξία μου, που με κάνει να νομίζω ότι μπορεί να του λείψω». Η Κάλο πέθανε στις 13 Ιουλίου του 1954. Μόλις μια βδομάδα πριν, είχε γιορτάσει τα 47α γενέθλιά της.