Φασίστες, «αυθόρμητοι» και παραπλανημένοι
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 23.01.18 ]Είναι, περίπου, κοινός τόπος: η διαμάχη για τον έλεγχο των αγορών οξύνει τις συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών, η δε εκμετάλλευση των αδύναμων χωρών από τις ισχυρές υποδαυλίζει τα εθνικά μίση ενώ, συνακόλουθα, η αναμόχλευση του «εθνικού αισθήματος» χειραγωγεί την εργατική τάξη. Το μεταφυσικό κλισέ της εθνικής αυτοδιάθεσης (Λούξεμπουργκ), αυτοδιάθεσης που θα καλυτερέψει τις ζωές των ανθρώπων, αποδείχτηκε ουτοπικό. Η εξουσιαστική θέσμιση της κοινωνίας, όπου κυριαρχεί η εκμετάλλευση, παραμένει.
Στην ιστορία του μετα-φεουδαλιστικού κόσμου, με την επικράτηση των εθνών–κρατών, το ερώτημα αν το έθνος προηγείται του κράτους ή το κράτος του ένθους, παραμένει αναπάντητο: σε πολλές περιπτώσεις, η ιδέα του έθνους –της εθνικής συνείδησης- προκύπτει ως ενοποιητικός μύθος, ο οποίος ιδεολογικοποιεί το κράτος. Τη συγκρότηση, δηλαδή, της κοινωνίας με την επικράτηση της αστικής τάξης ως κυρίαρχης. Το ότι, επιπλέον, αποτελεί νόρμα του καπιταλισμού και στοιχείο αναπόσπαστο της εξέλιξής του, κάνει, σχεδόν πάντα, τον εθνικισμό στοιχείο μάλλον διαλυτικό για την ταξική συνείδηση και εξομαλύνει τις ταξικές συγκρούσεις.
Τούτων δοθέντων, η αποστροφή του Λένιν –μπορεί να- ισχύει μέχρι τις μέρες μας, μέρες συλλαλητηρίων για το λεγόμενο μακεδονικό: «…μαχόμενος αστικός εθνικισμός που αποκτηνώνει, αποβλακώνει και διαιρεί τους εργάτες, για να τους σύρει στο άρμα της αστικής τάξης –να ποιο είναι το βασικό γεγονός της σύγχρονης πραγματικότητας…».
Είναι το εθνικό φρόνημα ταυτόσημο με τον ρατσισμό, τον φασισμό και τα συμπαρομαρτούντα; Όχι πάντα. Να αντιπαλεύεις, ας πούμε, τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό με τα υποπροϊόντα του και τη μονοδιάστατη κουλτούρα με τα ανάλογα, παγκοσμίως ευπώλητα, θεάματά της, επιδιώκοντας να διασώσεις την αντικουλτούρα συγκεκριμένου συνόλου ανθρώπων, συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, αποτελεί πολιτική πράξη που αντιστρατεύεται τα παραπάνω. Η προστασία του συνόλου της κουλτούρας των μειονοτήτων -γλώσσα, τραγούδι, μουσικές κ.ο.κ.- είναι η εμπέδωση του αλληλοσεβασμού των λαών.
Αλλά αν ο «εθνικός πολιτισμός» -πολιτισμός των τσιφλικάδων, των παπάδων, και της αστικής τάξης (Λένιν)- χρησιμοποιείται ως τρόπαιο, ως ένδειξη δύναμης και εξουσίας, διαχέεται στους από κάτω με ολωσδιόλου αρνητικό πρόσημο και διαμορφώνει μια κουλτούρα αντιδραστικού εθνικιστικού μικροαστισμού. Που όχι μοναχά δεν προάγει τον κοινωνικό μετασχηματισμό αλλά στρέφεται εναντίον του ίδιου του φορέα του, των μικροαστικών δηλαδή εργατικών στρωμάτων.
Οι δεκάδες χιλιάδες, λοιπόν, που συνέρευσαν στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, όχι οι παραδοσιακοί εθναμύντορες ούτε οι γνωστοί φασίστες, αλλά εκείνοι που βρέθηκαν εκεί εκ πίστεως, δεν συναποτελούν παρά το παραπλανημένο προλεταριάτο, ένα τουλάχιστον κομμάτι του. Που βρέθηκε εκεί όχι για να σηκώσει κεφάλι, μαχόμενο ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά επειδή ενέδωσε στο υποβολιμαίο «αυθόρμητο» της «Μακεδονίας ξακουστής». Και αντί να υπάρχει ως το υποκείμενο που κινεί την ιστορία, χειραγωγείται διαρκώς.
Αυτοί οι χιλιάδες που, δεκαετίες τώρα, μηρυκάζουν τα περί πατρίδος και θρησκείας όπως ακριβώς τα σερβίρουν οι από πάνω, είναι οι ιδανικοί για τις κυρίαρχες τάξεις αυτόχειρες. Κατασπαταλούν την αγωνιστικότητά τους για ένα πουκάμισο αδειανό και, μαζί με τους γείτονες, που, τάχατε, τους κλέβουν το όνομα, εξίσου ή και περισσότερο παραπλανημένοι και τούτοι, είναι οι διαρκώς ηττημένοι. Οι δε εκμεταλλεύτριες τάξεις, και μετά τη λήξη του Μακεδονικού, θα συνεχίσουν απρόσκοπτα το έργο τους.