Υπάρχει η «Ελλάδα μας;»
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 23.09.16 ]Έτσι κι αλλιώς είμαι αλλεργικός στις κτητικές αντωνυμίες. Κυριολεκτικά όμως ανατριχιάζω επειδή ξέρω ότι είναι μια επικίνδυνη, ανιστόρητη, κερδώα έννοια, ροπαλοφόρος ή σκοταδιστική όταν η περίσταση το καλεί (ή το επιτρέπει), λογχοφόρος με την άκρη της λόγχης βαμμένη στο αίμα, αυτή η φοβερή κτητικής λογικής τριάδα των λέξεων που εκστομίζεται κάθε φορά που τα πράγματα κινδυνεύουν να εκτραπούν από τα «παραδεδομένα« ή να υπερχειλίσουν από μεγάλες δόσεις πραγματικότητας τα νενομισμένα και αδιατάρακτα νερά αντιλήψεων που λιμνάζουν. Αυτή η φοβερή «Ελλάδα μας». Ειλικρινά με πιάνει σύγκρυο κάθε φορά που ακούω την επίκληση στην «Ελλάδα μας». Δεν είναι για καλό. Γιατί δεν είναι φυσιολογικό. Ούτε αισθητικά, ούτε λογικά, ούτε ηθικά. Επειδή η στανική όσμωση δεν υφίσταται ούτε στην τέχνη, ούτε στην επιστήμη, ούτε στη λογική. Θέλω να πω ότι: η «Ελλάδα μας» δεν υφίσταται, έτσι γενικά και αόριστα. Η «Ελλάδα μας» είναι οι πολλές Ελλάδες απόψεων, συμφερόντων, τάξεων, αντιλήψεων, μορφωτικών επιπέδων, αποκλεισμών, ανοιγμάτων και… και… είναι κυριολεκτικώς άπειρος ο καθρέφτης των ειδώλων μας όπου βλέπει ή δεν βλέπει ο καθένας τον εαυτό του. Δεν είναι της ώρας να ανοίξουμε κουβέντα για το ιστορικό εφεύρημα της έννοιας του έθνους, μαζί με τα συμπαρομαρτούντα «ζωτικά ψεύδη», αλλά έστω κι έτσι, συμπαγές έθνος που να συμπιέζει ως ιστορική τοποθέτηση κάποιον συμπαγή λαό και μάλιστα καλύτερο από τους άλλους απλούστατα δεν ανήκει στη σφαίρα της απλής λογικής.
Όπως στη σφαίρα της απλής λογικής δεν ανήκουν οι ναζιστικές αθλιότητες περί ανωτέρας φυλής καθώς και οι φασίζουσες αντιλήψεις περί της «Ελλάδας μας». Ή, ως υποδιαίρεση, της «Μακεδονίας μας» που τόσο οικτρά και επιζήμια αποτελέσματα είχε λόγω Σαμαρά. Από το άνοιγμα των συνόρων με την Αλβανία, μέχρι την ονοματοδοσία της ΠΓΔΜ και τη φαιδρή περίπτωση του τάφου του Αλέξανδρου στην Αμφίπολη. Για την «Ελλάδα μας». Και την «Μακεδονία μας».
Θέλω να πω ότι η έννοια «Ελλάδα» (όπως και η νοηματοδοτημένη έννοια κάθε χώρας υπό το βάρος του ιστορικού φαντασιακού που ονομάζεται «έθνος») δεν επιδέχεται κτητικότητες. Γιατί άλλο πράγμα είναι η ιστορική κοινότητα ενός (αενάως – ας μην ξεχνάμε – μεταλλασσόμενου) βραχύβιου παρελθόντος (μόλις τρεις αιώνες) άλλο η οριζόντια τακτοποίηση των ετεροτήτων και άλλο η συμπαγής «αγαπητική» εκδοχή των παραπάνω που γλυκάζεται μέσα στην ύποπτη εννοιολογική νωχέλεια των κτητικών αντωνυμιών.
Η «Ελλάδα μας» είναι η Ελλάδα του Παύλου Φύσσα και του Χρυσαυγίτη φονιά του, αυτού του Ρουπακιά. Η «Ελλάδα μας» είναι η Ελλάδα των άστεγων και η Ελλάδα των στεγνών ανθρώπων που βγάζουν από την κανονική ζωή την παραμικρή ταραχή και ιδιοποιούνται τα κλειδιά των φόβων. Η «Ελλάδα μας» είναι ο χρυσοποίκιλτος μεγαλοπαπάς, εκατό μέτρα από το σπίτι μου, που κατεβαίνει από το σπίτι του και δύο Έλληνες πολίτες (της «Ελλάδας μας»), ντυμένοι στο ράσο, τον υπηρετούν ανοίγοντας τις πόρτες της κουρσάρας του. Πληρώνονται από την «Ελλάδα μας». Δεν ανήκω σ’ αυτήν την Ελλάδα. Δεν ανήκω στην Ελλάδα των τεράτων και του αισχρού εσμού των σαλτιμπάγκων της. δεν ανήκω στην Ελλάδα του σκοτεινού φωτός και των σκοτεινών συμφωνιών. Δεν ξέρω τι θα πει το κτητικό παράλογο «η Ελλάδα μας». Και προπαντός δεν ξέρω, ποιος είναι ο πληθυσμός της.
Και φοβάμαι. Αν σκεφτώ τον Μητσοτάκη (αυτή τη «φοβερά προστασία» του συστήματος), τον Άδωνη, τον Βορίδη, εγώ δεν ανήκω στον πληθυσμό τους, στην πληθυντική απειλή της κτητικής αντωνυμίας τους. Αν σκεφτώ τους προπετείς υπηρέτες της «Ελλάδας μας», εγώ δεν υπάρχω. Αν σκεφτώ την επιλύχνια ηδύτητα των Εσπερινών, έχω διαφορά φάσματος από την Εκκλησία. Άρα ποια είναι η Ελλάδα που είμαι εγώ; Ποια είναι η «Ελλάδα μας» όπου εγώ υπάρχω χωρίς κτητικές αντωνυμίες;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι νομίζω το μέγα στοίχημα αυτής της Κυβέρνησης. Το μέγα διακύβευμα ανάμεσα στο ποίημα και στην ποίηση. Εκεί όπου πολλά διαμείβονται. Χωρίς κτητικές αντωνυμίες.