«...υγείαν έχω...»

[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 23.12.20 ]

Κι' αν ήξερε τούτος ο τόπος από ξενιτιά. Πέτρα πάνω στην πέτρα και πέτρα να σηκώνεις για να σπείρεις. Το μόνο προνόμιο το τσίπουρο από το βακούφικο καζάνι σαν "Νέα Χώρα". Στην πατρίδα, όλα τα πόστα πιασμένα από τους παλιούς και σε τούτο τον τόπο μόνο θυσίες χωρίς να χωράνε σε κανένα "σχέδιο". Μόνο ένα κίτρινο τυρί σαν άχυρο και γάλα σκόνη. Έτσι, μαζεύονταν μπουλούκι οι νέοι, καθάριζαν ένα αλωνάκι από τις πέτρες να σύρουν ένα στερνό χορό πριν τον ξενιτεμό. Και όσες πέτρες περίσσευαν, στις τσέπες τις έβαζαν γι' αυτό και τα αργά και βαριά βήματα του χορού τους. Ύστερα στους δικούς τις άφηναν μέχρι να γυρίσουν και πέταγαν ανάλαφρα. Αυτοί που πίσω έμεναν, βάραιναν πολύ για χορούς. Κάνα μοιρολόι, κάνα της "τάβλας"...

Και τούτο το μικρό, από την κούνια έμαθε για την ξενιτιά. Που έβγαινε ο τελάλης στο μεσοχώρι να αναγγείλει τον ερχομό του ταχυδρόμου. Παράταγαν τις δουλειές στη μέση οι γυναίκες και έτρεχαν με την ψυχή στο στόμα και την λαχτάρα στο βλέμμα για ένα χαμπέρι από τα ξένα. Οι τυχερές έκρυβαν στον κόρφο τους σαν θησαυρό το γράμμα μέχρι να βρεθεί ένας συγγενής γραμματιζούμενος να το διαβάσει. Πάντα «...υγεία έχω το αυτό επιθυμώ και δι' υμάς...» και από κοντά «η ξενιτιά είναι ένα δίκοπο μαχαίρι...». Κάποιες φορές, αναγγελτήρια χαμού ήταν τα γράμματα και πως να φτάσει η θλίψη στην Αυστραλία, στον Καναδά, στην Γερμανία...

Σιγά-σιγά τούτος ο τόπος ερημώθηκε. Όσοι δεν φύγανε για τα ξένα, εσωτερικοί μετανάστες στην μεγαλούπολη έγιναν. Μαζί και το μικρό που αγάπησε τα ταξίδια και τον τρόμαξε η ξένη.

Τώρα στα πίσω-πίσω πάλι «...υγείαν έχω το αυτό και δι' υμάς» διαβάζει και κείνες οι πέτρες που 'λαχαν στο μεράδι του βαριές κι' ασήκωτες στην ψυχή του...