Το ύψιστο θάρρος των ηττημένων
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 21.05.17 ]
Ο Γκυ ντε Μωπασάν, στις αυτοτελείς ιστορίες του που διαπραγματεύονται την πράξη της αυτοχειρίας, χαρακτηρίζει στην ιστορία του «Το ανάκλιντρο», την τελευταία πράξη του δράματος, ως το ύψιστο θάρρος των ηττημένων.
Έχοντας ο ίδιος προσπαθήσει να διεκπεραιώσει ατυχώς δις την συγκεκριμένη πράξη, την μια με το όπλο και αμέσως κατόπιν με θραύσματα γυαλιού, και πριν πεθάνει 18 μήνες αργότερα σε ψυχιατρική κλινική από κάποια άλλη νόσο, (πιθανόν από εγκεφαλίτιδα ως πάσχων από σύφιλη), είχε επεξεργαστεί πολύ τις νοητικές και ψυχολογικές διεργασίες που οδηγούν ακριβώς εκεί. Έστω και μέσω ιστοριών άλλων ανθρώπων. Κυρίως μέσω αυτών.
Οι «οκτώ ιστορίες αυτοχειρίας», εκδόσεις Ποικίλη Στοά, μέσω του διεισδυτικού, ρεαλιστικού, και αφηγηματικού τρόπου γραφής του συγγραφέα, μας μεταφέρουν το πνιγηρό συναίσθημα του κοινώς -πιθανόν όχι και ορθώς- λεγόμενου «απονενοημένου διαβήματος» των αυτοβούλως(;) αυτόχειρων.
Μία προς μία οι ιστορίες ξετυλίγουν με τον ιδιαίτερο τρόπο της η κάθε μια, τον εσαεί ανεξιχνίαστο μίτο.
Το θέμα της προγραμματισμένης ευθανασίας, -μιλάμε τώρα για την εποχή του 1870!-, γίνεται διαπραγματεύσιμο με έναν τρόπο οδυνηρό, όσο και γλαφυρό μαζί, στο «ανάκλιντρο». Η σπαραχτική έκκληση των χιλιάδων απελπισμένων μιας κοινωνίας που περισσότερο ωθεί, παρά συγκρατεί τον άνθρωπο στο να επιθυμεί να ζήσει, (προσωπικά μάλιστα θα προσέθετα ότι η επιταγή για στοιχειώδη επιβίωση της σημερινής κοινωνίας είναι το καλύτερο εφαλτήριο για την οικειοθελή απο-βίωση), συγκλονίζει με την αλήθειά της. «Βοηθήστε μας να πεθάνουμε, εσείς που δεν μας αφήνετε να ζήσουμε!», απαιτούν τα μέλη των επίδοξων αυτόχειρων στο βιβλίο. Και κάποια στιγμή, μια κοινωφελής οργάνωση αναλαμβάνει το συγκεκριμένο έργο! Δηλαδή να μεταφέρει με όσο γίνεται πιο ανώδυνο τρόπο, τα μέλη που ζητούν βοήθεια στην τελική πράξη. Απομυθοποιώντας έτσι και τον μπαμπούλα του χάρου.
Στον «τυφλό» και στην «τρελή», άτομα ήδη εξοστρακισμένα λόγω της αναπηρίας τους από μια αδίσταχτη ηθικά κοινωνία, ή από τις επιβεβλημένες συνθήκες ζωής, (πόλεμος), αφήνονται τελικά σε ένα είδος αυτοκτονίας-δολοφονίας. Προτιμότερης πάντως από την επονείδιστη ζωή τους.
Στον «περίπατο», ο σχεδόν Καρυωτακικός ήρωας του συγγραφέα, δημοσιο-υπάλληλος χωμένος σε μια τρύπα ανέστιου και αναίτιου βίου, μια νύχτα που αποτολμά να βγει έξω στην πραγματική ζωή, τελικά δεν αντέχει την ορμή της! Μεθυσμένος από το άρωμα ερώτων που ο ίδιος δεν είχε ως τότε επιτρέψει να τον αγγίξουν, βάζει τέλος στη ζωή του θεωρώντας πως πλέον είναι αργά γι' αυτό.
Στον «ελαιώνα» και στο «μικρό», το παρελθόν, που συνοψίζεται στο γεγονός της ερωτικής εξαπάτησης, τσακίζει τους ήρωες γιατί το παρόν δεν έχει εξαλείψει δυστυχώς τίποτε από την εξαπάτηση του παρελθόντος.
Στο «ένας δειλός», η κοινωνική κατακραυγή, φαντασιωμένη ως «αυτός ο ανελέητος άλλος», κυριαρχεί τόσο έντονα στο μυαλό και στη ζωή ενός ευυπόληπτου και κοινωνικώς ....καταξιωμένου νέου άντρα, που τελικά τον εξοντώνει. Πεθαίνω πριν με... πεθάνουν γιατί φοβάμαι μην πεθάνω! Είναι η... λογική του παραλόγου εδώ. Πριν όμως τον περιγελάσει κανείς, ας σκεφτεί πόσοι άνθρωποι δεν εγκλωβίζονται σε λογικές τέτοιου είδους στην καθημερινότητά τους.
Αφήνω τελευταίο το διήγημα «αυτοκτονίες», γιατί είναι αυτό που εγώ ονοματίζω ως «οι ανεξήγητοι θάνατοι της διπλανής πόρτας, του κεντρικού δελτίου, και των ...ποικίλης ύλης εκπομπών», όπου διατείνονται όλοι πως δεν υπήρχαν εμφανείς λόγοι γι αυτή την πράξη, και ψάχνουν για πιθανά και απίθανα αίτια συνήθως άσχετα αλλά γαργαλιστικά. Όμως οι αυτοκτονίες πολλές φορές παίρνουν τα μυστικά μαζί τους έστω κι αν μένουν πίσω ενημερωτικά σημειώματα για τους... εντεύθεν.
Στο δικό μου «Βυθό»(15-1-2017), η πρώτη και η τελευταία στροφή που παραθέτω εδώ, προσπαθούν να αγκαλιάσουν φευγαλέα έστω, τη σκέψη που δημιουργήθηκε όταν συνάδερφος καλός αποφάσισε ένα πρωί να φύγει.
Για πότε η κονταυγή τού γίνηκε εφιάλτης,
του σκοταδιού του μάρτυς, στο πέτο του
ανγκούσια, χιλιόμματος οχτάπους,
σαραντοποδαρούσα, στοιχειό ονείρου
αδέσποτο, σταλμένο εξ ονόματος μιας
μοίρας κακοτράχαλης, ενός κισμέτ
μόνο θαρρείς για πόνο προορισμένο;
Ποιος μίλησε για το σκοινί και ποιος
για το περβάζι; Ποιος την «κραυγή»
του πίνακα στο νου του ανεβάζει;
«Να φύγω!», μα δε ξέρει πού,
κι αυτό τον συγκλονίζει, ψέμα κι αλήθεια
στο ταψί κι αυτός ανάμεσά τους,
επίγειάς του κόλασης, αδιάκριτη αήθεια.