Το ψωμί

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 25.12.19 ]

Οι γονείς μας είναι η μνήμη μας. Σ’ αυτό το συμπέρασμα είχε κατασταλάξει με τα χρόνια, ακόμη κι αν ο Φρόυντ –του οποίου τη γνώμη σεβόταν σε μεγάλο  βαθμό-, θα τοποθετούσε ορισμένους γονείς στη θέση μόνο ενός συνεχούς αυστηρού, υπερελεγκτικού, Υπερεγώ. Αυτή όμως, είχε κατασταλάξει. Ακόμη κι αν δεν υπήρξαν –τυπικά αλλά και ουσιαστικά στη ζωή του παιδιού τους-, οι γονείς δεν παύουν να είναι η προ-ιστορία της ιστορίας τους.

Χριστούγεννα παραμονή, κι αυτή «θυμήθηκε» τη Σοφιά, τη νόνα της, στο χωριό της την Καλίδονα, να σηκώνεται αχάραγα για να φουρνίσει. Δώδεκα ταψιά, δώδεκα ψωμιά. Το δωδέκατο, του «ξένου». Την προηγούμενη είχαν προηγηθεί τα δύσκολα. Κουβάλημα το νερό απ’ το πηγάδι, το βράδυ κοσκίνισμα με την κρισάρα το αλεύρι, αλεσμένο στο μύλο του Στροβίτσι, δυο ώρες δρόμο απ’ το χωριό… Το προζύμι έμπαινε σκεπαστό στην κατσαρόλα για να «δέσει», κι ύστερα έμενε ολονυχτίς  φυλακισμένο στο αμπάρι της κουζίνας! Το επόμενο πρωί, η Θοδωρούλα, η μοναχοκόρη σηκωνόταν με την προτροπή της μάνας της. «Σήκω παιδάκι μου ν’ αλείψεις τα ταψιά!»  και κατόπιν οι σαφείς, και απαρέγκλιτες οδηγίες: «Πλάστα,  κέντηστα  με το σπίρτο!» Και η αλήθεια είναι πως όλη της την τέχνη την έβαζε η Θοδωρούλα. Να μην προδώσει τις προσδοκίες της μάνας της. (Έτσι δε θα ’λεγε ο Φρόυντ ο αρχιμάστορας;). Στα στερνά, τα έβλεπε με κρυφό καμάρι πάνω στη στρωτή κουβέρτα, σκεπασμένα με παστρικό σεντόνι, αλλά κι άλλες κουβέρτες από πάνω -σα μωρά!- ώρα με την ώρα να φουσκώνουν, να φουσκώνουν και να μοσχομυρίζουν προσδοκία! Σαν την ελπίδα. Κι αυτή, κρυφά απ’ τη μάνα της τη Σοφιά, σηκωνόταν απ’ το στρώμα της για να τα ξεσκεπάσει, ν’ αναπνεύσει το ζεστό, σπιτίσιο, θωπευτικό –λες!- άρωμά τους, να ξαναθαυμάσει πάνω τους τα ωραία της κεντίδια και να καμαρώσει τη δική τους την πρόοδο. Σαν παιδιά καταδικά της, που όφειλαν να γίνουν έτσι…

Λίγο  πριν πεθάνει η Σοφιά, σε μια επίσκεψη στο κλειστό πια σπίτι, η μάνα της  η Θοδώρα σε μια στοίβα πράματα παλιά, αλλ’ όχι πεθαμένα «Κοίτα! Της κάνει. Η σκάφη της γιαγιάς!»  Και η αλήθεια είναι πως αγέρωχη, απείραχτη στα χρόνια, έστεκε κειδά στα σκοτεινά, η σκάφη! «Εμ βέβαια!» έκανε η μητέρα της. «Τότε φτιάχνανε πράγματα γερά, αθάνατα. Από κορμό δέντρου, με ειδική επεξεργασία. Όχι σα σήμερα» Και γυρνώντας στη μεριά της: « Ξέρεις πόσα παιδιά ανάθρεψε αυτή η σκάφη;»

……………………………………………………………………………

Παραμονή Χριστουγέννων, κι ο άντρας της απίθωσε τις σακούλες του Μάρκετ, στο τραπέζι της κουζίνας. Κι όπως αυτή τοποθετούσε τα πράγματα στη σωστή τους θέση... «Ψωμί μωρέ!» του κάνει. «Το ξέχασες! Τρέχα τώρα πίσω, σε μια ώρα κλείνουν τα μαγαζιά!»