Το «Χοσάφι» της μνήμης που γλυκαίνει τους καταφρονεμένους
[ Κατέ Καζάντη / Βιβλίο / 05.05.25 ]Το «Χοσάφι» ένα γλυκό προερχόμενο από τα μέρη του Πόντου, φτιαγμένο με ξερά φρούτα και σιρόπι από ζάχαρη ή πετιμέζι. Αλλά είναι ταυτόχρονα κι ένα ερέθισμα ανάμνησης και περισυλλογής, που καλεί σε αναστοχασμούς όλων εκείνων των συμβάντων που έζησαν οι γενιές των ανθρώπων. Έτσι, η υλικότητα μιας μάλλον ταπεινής τροφής, μπορεί να αποκτήσει μαγικές διαστάσεις: και να ισορροπήσει, γειωμένη αφενός στην παροντική, και παρελθοντική, συλλογική θλίψη και όχι μοναχά στη χαρά και τη γλυκύτητα. Και αφετέρου, να αφουγκράζεται μια μακρινή δυστοπία, αφού τίποτα δεν –φαίνεται να- αλλάζει.
«Η γιαγιά έφτιαχνε ένα γλυκό aπό δαμάσκηνα, το χοσάφι. Το φυλούσε σε ένα βάζο στο ντουλάπι, σαν χρυσάφι και μας το τάιζε μετά τις μπουκουβάλες και τις κασιάτες. Αυτό έγραψα κι εγώ στην έκθεση, και ότι η γιαγιά είναι όμορφη σαν ποντίκι. Και η δασκάλα το διάβασε και είπε στους γονείς μου ότι γράφω παράξενα και λέξεις που δεν υπάρχουν, και να το προσέξουν».
Η γεννημένη στα Τρίκαλα Γλυκερία Πατραμάνη, ενσωματώνει στη γραφή της τις μνήμες που κουβαλά από τον τόπο της καταγωγής της. Εκεί όπου «Μόνο ένα ποτάμι χώριζε τη φυλακή από το σπίτι μας» (Παζλ) κι εκεί όπου «θα λες μια ιστορία για έναν τόπο όπου από τις βρύσες τρέχει πράσινο» (Τα Ξερ΄κα). Στη συλλογή διηγημάτων «Χοσάφι», που είναι και το πρώτο της βιβλίο, (Εκδόσεις Το Ροδακιό), το φανταστικό διευρύνει την πραγματικότητα. Τα συναισθήματα των ανθρώπων μεγεθύνονται και κανονικοποιούνται μέσα από το παράδοξο: η λογοτεχνία είναι εδώ, ως υπόμνηση ότι οι άνθρωποι είναι μεν δυστυχείς, αλλά μπορούν να κάνουν κι αλλιώς. Όχι με υπόδειξη του «σωστού» αλλά με την εστίαση στο «λάθος». Με μέτρο, πάντα, τον άνθρωπο.
Αλλά, «…Τελικά ο άνθρωπος μπορεί να γίνει κανίβαλος όταν πεινάει, σκέφτεται και βυθίζει τα δόντια του στο κόκκαλο. Και τότε ο ήλιος ανατέλλει και η νέα μέρα ξεκινά» (Ο σκύλος): Ο κόσμος της Γ.Π. ακροβατεί ανάμεσα στον κυνισμό του γήινου της ύπαρξης και του υπερβατού των αισθημάτων, «Ο κύριος με τα θολά από τον καταρράκτη μάτια την κοιτάζει και της λέει «Ευχαριστώ παιδί μου» και «Είσαι καλά;» (Αι πηγαί). Όπως εξάλλου το ίδιο συμβαίνει και στον αληθινό, όχι των συγγραφέων, κόσμο: η μοίρα των θνητών, να επιβιώνουν σ’ έναν κόσμο δομημένο με αυστηρή απανθρωπιά, ο οποίος δεν ανέχεται τις παρείσακτες υπάρξεις, εδώ, δεν γίνεται ανεκτός μέσα από την τέχνη της γραφής. Απεναντίας, καταδεικνύεται ακριβώς για να ανατραπεί. Το ζουμ της συγγραφέως εκεί στοχεύει, στην κατάδειξη της «στεναχώριας», της χωρικής και διανοητικής στενότητας, και ταυτόχρονα στην ανάγκη διαπλάτυνσης των κοινωνικών οριζόντων. Ακριβώς για να χωρέσουν τα παρείσακτα, τα απροσάρμοστα πλάσματα. Στα οποία εξάλλου αφιερώνεται η συλλογή.
Χοσάφι, ΠΑΤΡΑΜΑΝΗ ΓΛΥΚΕΡΙΑ, εκδ. Το ΡΟΔΑΚΙΟ
Πηγή, εφημερίδα Δημοκρατία