Το φονικό πάθος για την εργασία και η αρχομανία...

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 31.08.18 ]

«Μια παράξενη τρέλα έχει πιάσει τις εργατικές τάξεις των χωρών όπου επικρατεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός». Ο Γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche έλεγε ότι κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με κάποιον θρησκευόμενο άνθρωπο αισθάνονταν την ανάγκη να πλυθεί. Το ίδιο νοιώθω για τους εργασιομανείς-αρχομανείς του καιρού μας.

Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία η έννοια της εργασίας συνδέεται και ταυτίζεται με την κατάσταση του μόχθου(Arendt, “The Human Condition") αφού τις περισσότερες φορές που κάποιος παράγει έργο, το κάνει είτε για να επιβιώσει, είτε για να διεκδικήσει κάποια υψηλότερη θέση, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού φαντασιακού. Κάτω από αυτή την λογική, η υπεράσπιση της ηθικής της εργασίας είναι ταυτόσημη με την υπεράσπιση της ανελευθερίας. Για την Arendt, η ηθικοποίηση της εργασίας αποτελεί χαρακτηριστικό πολλών προ-χριστιανικών δεσποτικών κοινωνιών που χαρακτηρίζονταν για τις ιδιαίτερα αυταρχικές και αυστηρά ιεραρχικές τους δομές και συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας υπεραπλουστευτικής νοοτροπίας η οποία οδηγεί στην εδραίωση ενός χυδαίου εθελοδουλισμού. Έτσι γεννιέται ο homo economicus.

Ο Καστοριάδης στο βιβλίο του Θρυμματισμένος κόσμος, είχε επισημάνει:

«Η κεντρικότητα της παραγωγής είναι δημιούργημα του καπιταλισμού· αυτό το φαντασιακό που δημιουργεί ο καπιταλισμός, η ιδέα ότι ήρθαμε στον κόσμο για να παράγουμε πράγματα, είναι τερατώδες. Να παράγουμε και όχι να δημιουργούμε, να κάνουμε ποιήματα, να ζωγραφίζουμε, να κάνουμε τρέλες κτλ.» Σαν αντιπρόταση στη σύγχρονη βαρβαρότητα της ηθικής της εργασίας είναι επομένως η ηθική της δημιουργίας. Ο δυτικός άνθρωπος, όμως, δείχνει να βρίσκεται όμηρος μιας τελματωμένης πραγματικότητας. Μπερδεύει την εργατικότητα-δημιουργία με την αρχομανία και την κολακεία ή τη διαφθορά.

 Για τον Βάνεγκεμ, η μόνη αναγνωρισμένη αξία της εργασίας περιορίζεται στο να εγγυηθεί ένα μισθό σε όσο το δυνατόν περισσότερους και μια υπεραξία στη διεθνή γραφειοκρατική ολιγαρχία. «Πάνω απ’ την τεμπελιά», γράφει, «πλανιέται μια τέτοια ενοχή που λίγοι τολμούν να τη διεκδικήσουν σαν σωτήρια ανάπαυλα. Η επιτηδειότητα που απαιτεί η τεμπελιά δεν είναι άλλη από την επιτηδειότητα των επιθυμιών τις οποίες έχει ανάγκη ο μικρόκοσμος του σώματος για να απελευθερωθεί από την εργασία που το εμποδίζει εδώ και αιώνες». Ο Λαφάργκ (Το δικαίωμα στην τεμπελιά) αναφέρει με επική διάθεση: «Μια παράξενη τρέλα έχει πιάσει τις εργατικές τάξεις των χωρών όπου επικρατεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός. Μια τρέλα που επιφέρει ατομικές και κοινωνικές δυστυχίες, οι οποίες ταλαιπωρούν εδώ και δύο αιώνες την άμοιρη την ανθρωπότητα. Αυτή η τρέλα είναι η αγάπη για την εργασία, το φονικό πάθος για την εργασία, που φτάνει μέχρι την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του».

Αναφερόμενος επίσης στην εργασία της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η αποξενωμένη εργασία  επέφερε την αποξένωση του ανθρώπου. Η δημιουργία του ολόπλευρου ανθρώπου βρίσκεται πέρα από το «βασίλειο της αναγκαιότητας», στο «βασίλειο της ελευθερίας», αλλά αυτό προϋποθέτει συνεργασία, δημιουργικότητα, κοινωνική προσφορά, αλληλεγγύη και κυρίως ελεύθερους ανθρώπους. Λέει ο  Ουίτμαν: «Πάνω απ' τον άνθρωπο πως θα τολμήσετε να βάλετε οτιδήποτε; Φτιάξτε σπουδαίους ανθρώπους. Όλα τα άλλα θα έλθουν».

Σήμερα η εργασία είναι το μέσο με το οποίο όχι μόνο γινόμαστε σκλάβοι αλλά το μέσο που μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα αναγνωριστούμε. Οι  μάχες που δίνονται καθημερινά στο «χρηματιστήριο» των πολυεθνικών επιχειρήσεων και αλλού, μπορεί να φαίνονται αναίμακτες ή αδιάφορες αλλά στην πραγματικότητα μόνο τέτοιες δεν είναι. Το σύστημα καλλιεργεί από νωρίς την ενοχή και την τάση για αναρρίχηση στους ανθρώπους: δούλεψε, γίνε ο καλύτερος, ο θάνατος του  άλλου, η ζωή σου. Συχνά συγχέεται το αίσθημα ευθύνης απέναντι στο σύνολο ή η ανάγκη για πρωτοβουλία και δραστική παρέμβαση στο κοινωνικό πεδίο, με την αφοσίωση στη δουλειά και την απαρέγκλιτη άσκηση των γραφειοκρατικών καθηκόντων. Αυτή η σχιζοειδής καθημερινότητα είναι το σύμπτωμα της υιοθέτησης της κυρίαρχης δυτικής αντίληψης για το τι είναι η δουλειά. Δημιουργείται έτσι μια βαθιά αντίφαση ανάμεσα στην αντίληψη για την εργασία ως δημιουργία και προσφορά και στις καθημερινές πράξεις των εργαζομένων.

Το γεγονός ότι ορισμένοι απολαμβάνουν ισχύ και προνόμια ή το ότι θεωρούν την εργασία ως άλλη φύση τους, δεν τους καθιστά ωστόσο ούτε ηθικά ανώτερους, ούτε ελεύθερους. Η ηθική της εργασίας είναι ίσως το κυρίαρχο κοινωνικό και ατομικό ιδεολόγημα του καπιταλισμού, μια μαζική και ατομική επιδίωξη που δεν έχει ως στόχο την επίλυση και μόνο του βιοποριστικού ζητήματος αλλά μετουσιώνεται σε κοινωνική καταξίωση ατόμων και κοινωνικών ομάδων χωρίς να σχετίζεται η εργασία με την πραγματική δημιουργία και τις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις. Η προσωπική και κοινωνική ολοκλήρωση, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την πλήρη παράδοση του εαυτού μας στη δουλειά μας, η οποία γίνεται αυτοσκοπός (προτεσταντική ηθική). Αυτή η ανηδονική διαστροφή είναι η κύρια αιτία που ο άνθρωπος δεν κοιτάζει τον διπλανό του αλλά τον ανταγωνίζεται. Νικητής(;) αυτός που υπερεργάζεται στην υπηρεσία του αρχομανούς εγώ του.