Το σπίτι

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 05.01.20 ]

Ήταν εδώ και χρόνια το όνειρό του. Γιατί να μην το πραγματοποιήσει; Στο κάτω κάτω κανέναν δεν έβλαφτε. Η οικογένεια θα το απολάμβανε. Κι έκανε λοιπόν όπως τα είχε συμφωνήσει με τη γυναίκα του ο λογιστής Ανδρέας Στεργιόπουλος. Πήρε ένα μικρό δάνειο, χρησιμοποίησε και τα υπάρχοντα οικονομικά αποθέματα, που καθόλου ευκαταφρόνητα δεν ήταν, βρήκε μηχανικό έμπειρο, αρχιτέκτονα με γούστο και στο άψε σβήσε, σε δυο χρονάκια μέσα, σηκώθηκε έτοιμο το παλατάκι του. Μεζονέτα που φυσούσε. Σκάλες που έλαμπαν, μπάνια πολυτελή, κάμαρες ευρύχωρες, τεράστιο γραφείο ευήλιο, καθιστικό να κάνεις πάρτι. Κι απ’ έξω η αυλή. Το δικό του προσωπικό στοίχημα. Ανθόκηπος στο κάτω μέρος με λουλούδια προκλητικά στο μάτι και στο πάνω μέρος δέντρα καρποφόρα. Σκέτη απόλαυση. Τα απογεύματα εκεί απολάμβανε ξέγνοιαστος τον καφέ και το τσιγάρο του, με τη θέα της θάλασσας στα πόδια του, που τον μάγευε. Τρία χρόνια τώρα ζούσε σε μέθη. Κι ούτε η κρίση τον φόβισε. Είχε δουλειά σταθερή και καλοπληρωμένη. Ας είναι καλά η εμπειρία του στα λογιστικά, που τον είχε καταστήσει απόλυτα απαραίτητο στην εταιρεία του. Κι  η τελευταία προαγωγή του βέβαια σε γενικό λογιστή και οικονομικό σύμβουλο ταυτόχρονα, που θα του έφερνε το δίχως άλλο και την αναμενόμενη αύξηση του μισθού. Τον προβλημάτιζε βεβαίως κάπως η βίαιη, η απότομη φτώχεια που έβλεπε γύρω, τη συζητούσε με τα άλλα μέλη της εταιρείας του στις εύθυμες συγκεντρώσεις που συχνά πυκνά διοργάνωναν, έστρεφε με λύπη το βλέμμα στους άστεγους και στους επαίτες των δρόμων, στους πρόσφυγες με το απλανές και περιπλανώμενο βλέμμα, δυσανασχετούσε με το brain drain, μα πάλι πώς να τα βάλεις με τους κύκλους της οικονομίας που έρχονται και παρέρχονται; Συμπιεσμένο ελατήριο η οικονομία, με κανόνες νομοτέλειας. Κάποτε θα έπαιρνε ανάσα η χώρα. Ήταν βέβαιο.Το διάβαζε κάθε τόσο στα οικονομικά της κυριακάτικης εφημερίδας του. Του το υπενθύμιαζαν οι σπουδές του. Του το μαρτυρούσε κυρίως και το χαμόγελο της νεοφερμένης νεαρής γραμματέως, που τόσο τον κολάκευε και τόσα του υποσχόταν…

Το περασμένο καλοκαίρι έστρωσε με πέτρινες πλάκες την είσοδο κι εκείνο τον εντυπωσιακό πρόβολο που φαινόταν απ’ το δρόμο. Την επόμενη χρονιά θα ολοκλήρωνε με το υπόγειο. Και τώρα, τούτο το χειμωνιάτικο γλυκό απόγευμα, έτσι όπως καθόταν στον ημιυπαίθριο με θέα πάντα προς τη θάλασσα κι απολάμβανε καφέ και τσιγάρο έριξε μια ματιά στο καθιστικό και σαν να του φάνηκε πως θέλανε ένα φρεσκάρισμα οι τοίχοι. Μπορεί και βάψιμο ξανά σε κάποιο άλλο χρώμα. Έψαξε βιαστικά στο κινητό του. Κάπου είχε σημειωμένο το τηλέφωνο του μπογιατζή του. Να την προγραμματίσει κι αυτή τη δουλειά μαζί με την πισίνα βεβαίως που αρμένιζε τον τελευταίο καιρό, γαλάζιο όνειρο, στο μυαλό του…

Ο καπνός του τσιγάρου του, που χόρευε λικνιστικά στον αέρα, λιβάνι εξωτικό, σχημάτιζε σμαραγδένια δαχτυλίδια. Στο πάρκινγκ άστραφταν οι ζάντες απ’ το καινούριο τζιπ, το τετρακίνητο. Ήταν ευτυχισμένος!

Απέναντί του, σε μια γωνιά της αυλής, μια παρέα από κοτσύφια μοιράζονταν χαρούμενα κι αδέξια κάποια τελευταία ψίχουλα που έπεσαν απ’ το μεσημεριανό τραπέζι, πριν πετάξουν για τις φωλιές τους. Του φάνηκε μάλιστα έτσι όπως τα χάζευε μες στην απογευματινη ραστώνη, πως ένα απ’ όλα, που έμεινε πιο πίσω, γύρισε απρόσμενα, τον κοίταξε και -τι αστείο- του έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Καθώς ο ήλιος έδυε στο μαβί στερέωμα, γέλασε με τον εαυτό του ο λογιστής Ανδρέας Στεργιόπουλος. Μα έχουν γλώσσα τα κοτσύφια, αναρωτήθηκε.

Ένα χρόνο αργότερα, όταν ήρθε ο σεισμός χαοτικά κι αναπάντεχα, άφησε μόνο πέτρες και χαλάσματα. Μόνο εκείνο το δέντρο στο διπλανό οικόπεδο, που έβρισκαν τα βράδια καταφύγιο τα πουλιά και σιγομουρμουρίζαν, έμεινε ασάλευτο στην ίδια θέση. Λένε πως τα πουλιά καταλαβαίνουν γρηγορότερα το σεισμό και σε προειδοποιούν αν ασκηθείς και μάθεις τη γλώσσα και το πέταγμά τους.