Το ροτβάιλερ
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 17.09.20 ]Κάθεται κατάχαμα στο υγρό τσιμέντο λουσμένος ιδρώτα. Αφρούς στάζει το στόμα του. Ένα λυσσασμένο αγρίμι κλεισμένο σε σιδερένιο κλουβί. Ένα δαρμένο ροτβάιλερ, με την ουρά στα σκέλια, τ’ αυτιά γερμένα προς τα πίσω, σκούζει από πόνο, θυμό και ντροπή.
Υπομονετικά κάθε πρωί περίμενε στη στάση το λεωφορείο. Το εισιτήριο στη δεξιά κωλότσεπη του μαύρου τζιν. Πάντα το ακύρωνε. Δεν ήταν αυτός λαθρεπιβάτης. Ένας ευσυνείδητος πατριώτης που αγαπούσε την πατρίδα του ήταν. Όχι παίξε γέλασε. Πάντα υπερασπιζόταν τον νόμο και την τάξη ενάντια στις δυνάμεις της αναρχίας. Τους λαθρεπιβάτες – γενικώς – τους σιχαινόταν. Τα κοριτσόπουλα χάζευαν εκστασιασμένα τα τατουάζ του. Δέντρα, δάση ολόκληρα στα χέρια, στον λαιμό χάνονταν μέσα στο μαύρο μπλουζάκι κι έβγαιναν από την άλλη μεριά φίδια, τέρατα, νεκροκεφαλές.
Όταν ήταν πιτσιρίκος τ’ άλλα παιδιά τον χλεύαζαν. «Μπάσταρδε μπινέ πουτάνας γιε», έφτυναν μια μια τις λέξεις στα μούτρα του. “Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος” τον φώναζε μια θεολόγος στο Γυμνάσιο κι από τότε οι συμμαθητές του τον γάβγιζαν. Δεν μίλαγε, κουβέντα δεν του ’παιρνες. Μόνο τις γροθιές του έσφιγγε λες κι έσπαζε καρύδια. Το κεφάλι κρεμασμένο, τα χέρια σε υποστολή· σε μόνιμη έπαρση μόνο η γαλανόλευκη της “Αγαπημένης” όλων στο δωμάτιό του. Υπομάλης ένας κρητικός σουγιάς που κάποιος ξάδερφος τού χάρισε. Αχώριστοι είχαν γίνει. Κάποτε ένας τσόγλανος τόλμησε να το αρπάξει. Δεν το ξανάκανε.
«Ροτβάιλερ» τον βάφτισε ο Χοντρός. Ήταν ο Αρχηγός. Παρείχε έμπνευση και σιγουριά σε όλους. Γι’ αυτό ήταν Αρχηγός. Τον θαύμαζε πολύ. Αυτός τον εκπαίδευσε να γίνει ένας καινούργιος άνθρωπος. Από θύμα θύτης· το προτιμούσε. «Ροτβάιλερ» τον είπε εκείνη τη μαύρη νύχτα στο Πέραμα. Πίσσα σκοτάδι, αρμύρα που τρυπούσε τα κόκαλα. Ένιωσε – για πρώτη φορά στη ζωή του – σαν εκείνους τους εκλεκτούς Σπαρτιάτες που εκπαιδεύονταν στην Κρυπτεία, τη Μυστική Οργάνωση της εποχής. Χτυπάμε ακαριαία τους εσωτερικούς εχθρούς της πόλης και την κάνουμε στα γρήγορα.
Ήταν ένας πειθαρχημένος έφηβος. Όλη μέρα πάλευε με τους δαίμονές του. Σε λίγο καιρό τα πόδια, τα χέρια, το στήθος γέμισαν· όσο άδειο ένιωθε το μέσα του τόσο σκληρό σα σίδερο ένιωθε το κορμί του. Επιφυλακτικός με όσους δεν γνώριζε, σκληρός με τους ξένους αλλά προσαρμόσιμος. Ποτέ δεν πρόβαλλε αντιρρήσεις.
Στο συνεργείο, όταν στα δεκαπέντε του έπιασε δουλειά, είχαν να το λένε. Επιδέξιος στο κατσαβίδι και στο γερμανικό κλειδί, έπιανε το χέρι του. Δουλευταράς εκ πεποιθήσεως και υπάκουος. Το βράδυ - μαύρος απ’ τη μουντζούρα, τα λάδια, τα γράσα - την πέρναγε συνήθως στο σπίτι, κολλημένος στο pc του. Πολλά πολλά δεν είχε με κανέναν. Τα κορίτσια λες και τα ντρεπόταν, τα απέφευγε. Κι εκείνα το ίδιο.
Την αδελφή του τη λάτρευε. Δυο χρόνια μικρότερή του. Γεννήθηκε τη μέρα που ο πατέρας του δεν επέστρεψε στο σπίτι. Δεν θα ξαναρχόταν ποτέ. Ο Αιγύπτιος αμμοβολιστής – έτσι είπε η Αστυνομία – ξέχασε το γκάζι ανοιχτό μέσα στ’ αμπάρι. Ο πατέρας μόλις είχε κατέβει. Η μικρή τον σεβόταν· τον φοβόταν όμως πολύ. Τον κρατούσε σε απόσταση. Την τρόμαζαν τα πύρινα σημάδια στα μάτια του, τα σκοτεινά σχέδια που ήταν ζωγραφισμένα σ’ όλο του το σώμα. Ποτέ δεν τα κατάλαβε. Ήταν ο φύλακας-άγγελος του σπιτιού. Κανείς ξένος δεν έμπαινε στο σπίτι τους χωρίς προειδοποίηση. Η μάνα έλειπε ώρες. Το πρωί κοιμόταν, το απόγευμα έπαιρνε δρόμο και χανόταν.
Ο Χοντρός του ’λεγε ιστορίες αλλόκοτες. Πρώτη φορά τ’ άκουγε αυτά. Για τον Γεφυραίο Εφιάλτη που πρόδωσε την Ελλάδα στους Πέρσες και δολοφονήθηκε τελικά από τον Αθηνάδη· για τη «Νύχτα των Κρυστάλλων»· για την Πηγάδα του Μελιγαλά. Τα κατορθώματα ενός Άρτουρ Άξμαν – τι όνομα κι αυτό; – τα ’μαθε παραμυθάκι. Μα πιο πολύ παραξενεύτηκε από τα λόγια που ήταν γραμμένα στο μπράτσο του Χοντρού: «Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε γελοιοποιούν, μετά σε πολεμούν. Στο τέλος, ν ι κ ά ς».
Ένα άλλο βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων, στα Πετράλωνα ίσως ήτανε, το «Ροτβάιλερ» βρέθηκε σε μυστική αποστολή. Εν χρω κεκαρμένος, με επιδέξιες αστραπιαίες κινήσεις εκτέλεσε στο ακέραιο το καθήκον του. Κυνήγησε το θήραμα χωρίς ενδοιασμούς. Ύστερα έφαγε πρόθυμα την μπριζόλα του και μυήθηκε επιτέλους στην Κρυπτεία αλυχτώντας από ικανοποίηση. Η εκπαίδευση υπακοής ολοκληρώθηκε επιτυχώς.
Πιστό σκυλί πεισματάρικο με έντονο το ένστικτο της προστασίας, έλεγαν τ’ αφεντικά του, που ένιωθαν τυχερά με τον ολοκληρωτικό έλεγχο που είχαν πάνω του. Η πατρίδα έχει άλλωστε ανάγκη από πειθήνια, εργατικά σκυλιά. Ήρεμος, σοβαρός, με τόλμη και αυτοπεποίθηση, θα ’κανε τα πάντα για να την προστατέψει.
*
Τον φώναζαν «Gooks», ο κιτρινιάρης στη γλώσσα του. Ήρθε στη φιλόξενη χώρα της Ολυμπιακής Ιδέας, από την Ινδονησία, μετά το τσουνάμι του 2004. Δούλευε στο βενζινάδικο απέναντι απ’ το συνεργείο. Το ‘ροτβάιλερ’ κάθε μέρα τον έβλεπε να βάζει και να βγάζει την αντλία, να καθαρίζει τα παρμπρίζ, να φουσκώνει τα λάστιχα. Κι αυτός να φουσκώνει από μίσος. Κίτρινος όπως ήταν, το κίτρινο αστέρι στο μπράτσο του ’λειπε, σκεφτόταν. Γέμισε πια η γειτονιά από κιτρινιάρηδες, αραπάδες, παλιόφατσες. Αυτοί μας πήραν τις δουλειές, θα μας πάρουν και τα κορίτσια.
Προχθές το βράδυ, καθώς γύριζε σπίτι του, στη γωνία, απέναντι από το ψαράδικο του Νικόλα, του φάνηκε πως είδε τον κιτρινιάρη να πειράζει την αδελφή του. Αυτή προχωρούσε μπροστά και πίσω ο κιτρινιάρης κάτι μουρμούραγε. Τον σημάδεψε με τα μάτια του. Ούρλιαξε μακρόσυρτα, δολοφονικά. Τα δόντια έτριξαν, οι τρίχες της πλάτης όρθιες, το σώμα σφιχτό. Εκείνο το βράδυ δεν πήγε σπίτι του. Μάταια η αδελφή του τον περίμενε. Θα ’κανε χρόνια να ξαναπάει.
*
Άγρια δολοφονημένος βρέθηκε από συμπατριώτες του, χθες το πρωί, στο σπίτι του, στο Πέραμα, ο Ινδονήσιος R. Gooks. Η επίθεση που δέχτηκε ήταν ακαριαία, γιατί το θύμα δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Πάνω στο στρώμα άφησε την τελευταία του πνοή, χτυπημένος από ένα αιχμηρό αντικείμενο, πιθανότατα, σουγιά. Η αστυνομία αναζητά τον δράστη του στυγερού εγκλήματος.
(Εφημερίδα, 30 Οκτωβρίου 2012)
Δ.Χ., «δημόσιες ιστορίες», εκδ. Πηγή, 2013