«Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό»

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 18.03.19 ]

Το βλέμμα σχετίζεται με τη θέαση του αντικειμενικού κόσμου, τα μάτια που αναζητούν την εσωτερική ουσία, με την απαξίωση του εαυτού εξαιτίας του απορριπτικού βλέμματος των άλλων αλλά και με την ανάγκη για αποδοχή όπως και την ανάγκη μεταμόρφωσης και εξήγησης της πραγματικότητας.

Υπάρχει σχέση αντινομίας μεταξύ βλέμματος και ματιού. Το σημείο του κενού που υπάρχει μεταξύ τους, είναι εκείνο που ο Λακάν ονομάζει επιθυμία. Το υποκείμενο επιθυμεί το βλέμμα του 'Αλλου. Στον τόπο του 'Αλλου συγκροτείται το υποκείμενο, μεταξύ του υποκειμένου και της επιθυμίας του 'Αλλου. Όλα τα ανωτέρω συμπυκνώνει ο Ελύτης γράφοντας:

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως

Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας

Κι όταν σε πήρε το φιλί

Γυναίκα

Το βλέμμα των άλλων, επικριτικό ή χλευαστικό, σε αναγκάζει στην απομόνωση, σου αρνείται την ελευθερία της προσωπικής επιλογής, σε φορτώνει με ενοχή και σε υποχρεώνει να δεις την ύπαρξή σου μέσα από τα μάτια και τα κριτήρια των Άλλων. Οι άλλοι, με τις διαμορφωμένες απόψεις και τις προκαταλήψεις τους σε κρίνουν και η  εχθρική παρουσία μετατρέπει τον εαυτό σε παρατηρητή και αντικείμενο παρατήρησης ταυτόχρονα, με ενδιάμεσο παραμορφωτικό κάτοπτρο το απαξιωτικό βλέμμα. Ενώ αντιθέτως το αγαπητικό βλέμμα σου χαρίζει τον παράδεισο στη γη.

Το συναίσθημα της ανυποληψίας για τον εαυτό προκαλείται όταν το υποκείμενο αποτυγχάνει να καθρεφτιστεί επιτυχώς μέσα στα μάτια των άλλων και το είδωλό του αλλοιώνεται. Το βλέμμα έτσι καταλήγει στην αίσθηση αχρηστίας και αδυναμίας του υποκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των άλλων. Την ανυποληψία του τη βιώνει περισσότερο ως δική του ανεπάρκεια, ως δικό του λάθος για το οποίο τιμωρείται. Μένει μετέωρος μεταξύ ετεροκαθορισμού και αυτοκαθορισμού, εσαεί επαιτώντας το θετικό βλέμμα των άλλων για να υπάρξει.

Ο Λακάν λέγοντας ότι θεμελιωνόμαστε στον τόπο του Άλλου ισχυρίζεται ότι ως βρέφη αντιλαμβανόμαστε πρώτα τον εαυτό μας, ως μια ενιαία ολότητα, κατά το λεγόμενο «στάδιο του καθρέφτη», στον «τόπο του άλλου», υπό το βλέμμα και την παρότρυνση της μητέρας. Κατά συνέπεια, η μητέρα, συμβολοποιημένη, «διαφοροποιημένη» ως ο «μεγάλος Άλλος», γίνεται αυτή που δωρίζει στο βρέφος το είναι του. Έτσι  λοιπόν, στο στάδιο του καθρέφτη, όταν το βρέφος ενθαρρύνεται να ταυτίσει το «εγώ» του με το είδωλο που στέκεται απέναντί του, αυτό που στην ουσία ακούει μέσω αυτής της ενθάρρυνσης είναι η επιθυμία για αγάπη. Κοιτάζοντας το είδωλο, θέλει να το αγαπούν, συλλαμβάνει τον εαυτό του ως αντικείμενο αγάπης, και μπορεί έτσι, όχι απλώς να επιβιώσει, αλλά να ζήσει. Με αυτήν την έννοια η Μητέρα γίνεται η «αίτια» της ύπαρξης του παιδιού. Αναζητώντας την αποδοχή ζητάς το βλέμμα της Μητέρας, το βλέμμα να καθρεφτιστείς ωραία. Κι αν το ψάχνεις στους αγαπημένους σου ανθρώπους, η επιθυμία για αγάπη ικανοποιείται. Αν όμως το ζητάς παντού χάνεσαι.

 Το βλέμμα του Ελύτη αγκαλιάζει  με τρόπο ερωτικό την Ελλάδα:«Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της, που ‘λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να ‘ναι από σκοπού το ξύλινο τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο παράθυρο. Για να μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ’ το τετράγωνο του σανιδιού με τα λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να βγαίνει κατευθείαν στην αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα, να προεχτείνεται μ’ ένα μακάριο φως πάνω απ’ τη θάλασσα εωσότου αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο» (Μικρός Ναυτίλος).

Η χώρα που κατοίκησε ο ποιητής προέκυψε απ’ την υπάρχουσα χώρα, αλλά και όπως προκύπτουν τα όνειρα∙ με αφαιρέσεις, εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις. Η οπτική του δεν βαρύνεται απ’ τα εγγενή ελαττώματα του υπαρκτού και διατηρεί μόνο την ουσία που έβλεπε, όπως ακριβώς οι εραστές. Ποτέ κανείς δεν μίλησε για την οντολογία του βλέμματος όσο ο Ελύτης: «Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ’ έναν Botticelli όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός. Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας». Το βλέμμα του διαμορφώνει την πραγματικότητα, την εξυψώνει ή την καταποντίζει κατά το δοκούν.

Η επιθυμία περνάει από την αναγνώριση, το ερώτημα «τι θέλει ο άλλος για να με αγαπήσει» μας βασανίζει διαρκώς. Το άτομο είναι εγγενώς «παγιδευμένο» σε αυτήν την έξωθεν παρουσία. Κατά τον Λακάν, το «Συμβολικό» προηγείται του «Φανταστικού», δηλαδή η σύλληψη του εαυτού μας ως «εικόνας» προηγείται της συγκεκριμένης ιδέας που σχηματίζουμε για αυτό που είμαστε εμείς, για αυτό που είναι οι άλλοι, για το τι θεωρούμε ότι νομίζουν οι άλλοι για μας. Το εγώ δημιουργείται κατ’ εικόνα της εικόνας κι έτσι περιστρεφόμαστε στο χείλος της κόλασης που αντιπροσωπεύει το βλέμμα των άλλων, διψώντας για αναγνώριση. Εν τούτοις ο άλλος δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που μας λείπει, γιατί λείπει και από εκείνον, δεν το αναγνωρίζει.

Αισθάνεσαι ξένος και κρινόμενος μπροστά στο «Δικαστήριο του Άλλου». Αυτό το βλέμμα, που παρατηρεί από θέση ισχύος, κρίνει και κατακρίνει, φαίνεται να διαπερνά το υποκείμενο, αποκαλύπτοντας τις ανεπάρκειές του, την τρομακτική απόσταση ανάμεσα στην τελειότητα της ναρκισσιστικής εικόνας εαυτού που θα ήθελε να έχει και στις ατέλειες της εικόνας που αναγνωρίζεται στο βλέμμα του Άλλου.

Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Σάτρ «Αναγνωρίζω ότι είμαι όπως με βλέπει ό άλλος». Και αυτή είναι η κόλαση ή ο παράδεισος.