Το διαδίκτυο και τα κοινωνικά κινήματα
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 14.10.21 ]Η Χάνα Άρεντ υποστηρίζει ότι «Από τη φύση τους τα ανθρώπινα υποκείμενα εξαρτώνται από την εμφάνιση και την επιβεβαίωσή τους στη δημόσια σφαίρα, γιατί μόνο έτσι μπορούν να αποκτήσουν την ψυχική σταθερότητα και αυτοσυνείδηση, που χρειάζονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα υπαρξιακά τους προβλήματα, τις αγωνίες και τους κινδύνους. Επιπλέον, το μεμονωμένο υποκείμενο μπορεί να βιώσει τον εαυτό του ως ένα ελεύθερο ον, μόνο εφόσον μάθει να στρατεύεται στη δημόσια συζήτηση των πολιτικών ζητημάτων…». Στη μελέτη της για τον Ολοκληρωτισμό («Στοιχεία και προέλευση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας») η Χάνα Άρεντ γράφει ότι στην κυριαρχία του εθνικοσοσιαλισμού γίνεται εκμετάλλευση της απώλειας της αναγνώρισης, της απώλειας του κόσμου εκ μέρους του σύγχρονου ανθρώπου: «Αποκομμένα, εξαιτίας της εξάντλησης του δημόσιου χώρου, από κάθε αλληλόδραση που δημιουργεί νόημα, σε μεγάλο βαθμό απομονωμένα και αβέβαια για την ταυτότητά τους, τα άτομα βρίσκουν στα ολοκληρωτικά κινήματα τη μόνη ακόμα ικανοποιητική οργάνωση των συμφερόντων τους.» Οι μαζικές οργανώσεις «μπορούν να αποκτήσουν σταθερότητα μόνο όταν αναπτύσσουν συγχρόνως μια συλλογική ταυτότητα, η οποία διοχετεύει την επιθετικότητα προς τα έξω, επικεντρώνοντάς την σ’ έναν εξωτερικό εχθρό, προκειμένου να δημιουργηθεί στο εσωτερικό η αίσθηση του κοινού κινδύνου και της ευθύνης…».
Η ενίσχυση των κοινωνικών κινημάτων #metoo, οικολογία, αντιρατσισμός αλλά και αυτή των νεοαναζιστικών μορφωμάτων οφείλεται στην διαδικασία της Αναγνώρισης, για την ακρίβεια της μη αναγνώρισης, δηλαδή της Περιφρόνησης και, συγχρόνως, στο φαινόμενο της διαδικτυακής «φούσκας» («bulles cognitive»). Γενικά, η περιφρόνηση και η απόρριψη από το πλέγμα της κοινωνικής αναγνώρισης αποτελεί μια εξαιρετικά αμφίσημη πηγή κινήτρων για έκφραση κοινωνικής διαμαρτυρίας και αντίστασης, καθώς δεν υπάρχει μία κατεύθυνση δι-εξόδου της αντίδρασης στην περιφρόνηση και την ταπείνωση, αφού μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει τόσο στην αριστερά όσο και στην (ακρο)δεξιά. Αυτό δείχνει η περίπτωση της Νίκαιας στον Πειραιά και της Σταυρούπολης στη Θεσσαλονίκη.
Επίσης, οι αλγόριθμοι αποκλείουν την ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ του διαφορετικού, του Άλλου. Αυτό συνιστά θεμελιώδη μεταβολή των δομικών συνθηκών αλληλοαναγνώρισης, αφού υπάρχουν μόνο κριτήρια που περιορίζουν στο ίδιο και στο όμοιο, στο ταυτόσημο. Η δημιουργία της «φούσκας» μέσω των αλγορίθμων, η αδυναμία διαλόγου και η πόλωση, οδηγεί σε όξυνση της αντιπαλότητας. Δημιουργείται έτσι μία πολυδιάσπαση και η διαμαρτυρία αντί να στραφεί ενάντια στο κράτος, στρέφεται εναντίον του άλλου, του διπλανού, του «κοινού κινδύνου» για κάθε «φούσκα», όπως επί παραδείγματι για τον ακροδεξιό αντίπαλος είναι ο μετανάστης και ο πρόσφυγας, είναι ο γκέι και ο αλληλέγγυος.
Η Περιφρόνηση
Σύμφωνα με τον νεαρό Hegel*, η αυτοσυνείδηση του ανθρώπου εξαρτάται από την εμπειρία της κοινωνικής αναγνώρισης, η ζωή των ανθρώπινων υποκειμένων εξαρτάται από το σεβασμό ή την εκτίμηση που χαίρουν στα μάτια των συνανθρώπων τους. Η απόκτηση κοινωνικής αναγνώρισης είναι η κανονιστική προϋπόθεση της επικοινωνιακής δράσης στο σύνολό της. Οι άνθρωποι συναντώνται με κοινό σκοπό να βρουν αναγνώριση ως κοινωνικά πρόσωπα με μια ορισμένη κοινωνική προσφορά.
Στον αντίθετο πόλο της Αναγνώρισης είναι η ηθική Αδικία, δηλαδή η άρνηση της αναγνώρισης, η ηθική προσβολή, η ταπείνωση, ο μη σεβασμός της προσωπικής ακεραιότητας του άλλου. Ο άνθρωπος οικοδομεί μια θετική σχέση με τον εαυτό του μέσα από την επιδοκιμασία και αποδοχή των άλλων. Η εμπειρία μιας ηθικής αδικίας προκαλεί ψυχικό κλονισμό στο βαθμό που ματαιώνεται η προσδοκία του θιγόμενου υποκειμένου για αναγνώριση, μια ικανοποίηση που είναι βασικός όρος για τη συγκρότηση της ταυτότητάς του.
Όταν η προσδοκία δεν ικανοποιείται, όταν κάποιος στερείται την αναγνώριση, που θεωρεί ότι την αξίζει, τότε αποκτά της ηθικές εμπειρίες που ο Άξελ Χόνετ αποκαλεί «αισθήματα κοινωνικής περιφρόνησης».
Ηθικές αδικίες και προσβολές είναι α) εκείνες που στερούν την ασφάλεια από ένα πρόσωπο ότι μπορεί να ελέγχει την φυσική του ευημερία…. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η φυσική κακοποίηση, ο βασανισμός και ο βιασμός. β) εκείνες που θίγουν ή καταστρέφουν τον αυτοσεβασμό(καταστρέφουν την αξία της κρίση μας που αναγνωρίζεται από άλλους ανθρώπους) μέσω της παραπλάνησης ή εξαπάτησης… γ) εκείνες που προκαλούν «ταπείνωση ή έλλειψη σεβασμού» και επιδιώκουν να δείξουν σε άτομα ή ομάδα ατόμων ότι «οι ικανότητές τους δεν χαίρουν αναγνώρισης».
Η εμπειρία της κοινωνικής αναγνώρισης αποτελεί όρο της συνολικής ανάπτυξης της ταυτότητας του ανθρώπου, γι’ αυτό η αποστέρησή της, δηλαδή η περιφρόνηση, προκαλεί αναγκαστικά την αίσθηση μιας επαπειλούμενης απώλειας της προσωπικότητας, του προσώπου, της αξιοπρέπειας. Η αντίδραση του κοινωνικά περιφρονημένου(αυτού που δεν αναγνωρίζεται) είναι η ντροπή, η οργή και η αγανάκτηση.
Η εργασία
Ποια είναι τα κοινωνικά αίτια της συστηματικής προσβολής των συνθηκών αναγνώρισης και της περιφρόνησης; Η «κοινωνική εκτίμηση» σχετίζεται με την ΕΡΓΑΣΙΑ. Η κοινωνική εκτίμηση συνδέεται με την ευκαιρία να επιτελεί κανείς μια οικονομικά αμειβόμενη και άρα κοινωνικά ρυθμισμένη εργασία. Ποια μπορεί να είναι η αυτοεκτίμηση των ανέργων και των επισφαλώς εργαζόμενων νέων, του ντελιβερά με πτυχίο Πολυτεχνείου; Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι η συνάφεια μεταξύ εργασίας και αναγνώρισης της απλήρωτης ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η ανατροφή των παιδιών και η οικιακή εργασία δεν αξιολογούνται ως ίσης αξίας εργασία στο πλαίσιο ενός πολιτισμού που επικαθορίζεται από τις ανδρικές αξίες. Έτσι, οι γυναίκες, που εργάζονται στο σπίτι, έχουν ελάχιστες πιθανότητες να βρουν στην κοινωνία τον βαθμό αναγνώρισης που τους αναλογεί.
Γενικά, η αξιολόγηση της κοινωνικής εργασίας παίζει ένα κεντρικό ρόλο στο πλέγμα σχέσεων αναγνώρισης μιας κοινωνίας.
Τα νεοναζιστικά μορφώματα
Οι νέοι/ες που σ’ αυτό το εργασιακό περιβάλλον δεν έχουν καμία προοπτική για το μέλλον, αισθάνονται ματαίωση. Η ματαίωση γίνεται ντροπή, οργή και αγανάκτηση, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της αναγνώρισης, όταν ένας πτυχιούχος νομικής εργάζεται ως σερβιτόρος. Η ηθική αδικία θα στείλει την βαθιά «πληγωμένη» προσωπικότητα στο ψυχιατρείο ή σε μία παρέα που θα τονώσει την αυτοπεποίθηση, που θα λειτουργήσει ιαματικά στις ηθικές πληγές. Αυτή η παρέα μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο. Οι νεοναζιστικές ομάδες αλιεύουν στο ιντερνετ. Οι αδικημένοι νέοι θα βρουν αναγνώριση εδώ, η αυτοπεποίθησή τους θα τονωθεί, γι’ αυτό θα εξαρτηθούν σ’ αυτή. Από εδώ προκύπτει και ο φανατισμός για την ομάδα, που είναι ο φανατισμός υπεράσπισης τους αδικημένου εαυτού. Η «ομάδα» γίνεται ένα είδος ναρκωτικού, απ’ το οποίο δεν μπορούν να απαλλαγούν. Γιατί έξω από αυτή δεν βιώνουν αναγνώριση, δεν υπάρχουν, είναι αόρατοι. Αυτά γράφει ο ανατολικοβερολινέζος Ingo Hasselbach για τις εμπειρίες που απέκτησε στις ομάδες του νεοναζιστικού νεολαιίστικου χώρου, δείχνοντας που μπορεί να οδηγήσει πολιτικά η εμπειρία της «κοινωνικής περιφρόνησης». Η κοινωνική καταξίωση αναζητείται σε φασιστικές ομάδες, σε ομάδες χουλιγκάνων, σε συμμορίες, σε ομάδες «μπάχαλων». Παλιότερα, είχαμε τους δημόσιους θεσμούς της «δημοκρατικής κοινωνίας»(νεολαίες κομμάτων, συνδικάτων, πολιτιστικά στέκια γειτονιών, δίκτυα καλλιτεχνών, αλληλέγγυων κ.ά.), οι οποίοι όμως είτε απαξιώνονται με ευθύνη και των συστημικών πολιτικών κομμάτων είτε χτυπιούνται άγρια από την κρατική καταστολή. Γιατί όπως είπαμε, η διέξοδος είναι πολλαπλής κατεύθυνσης είτε προς αρνητική (νέο-φασιστική) είτε προς θετική (φεμινισμός, ΛΟΑΤΚΙ, αλληλεγγύη κ.ά.) κατεύθυνσης κι ένας ΤΡΟΠΟΣ Αντίδρασης των ομοίων(περιφρονημένων), τους οποίους ομαδοποιεί, συστήνοντας «ομάδες», κοινότητες και συντροφιές. Μόνο που η διέξοδος προς την «αριστερή κατεύθυνση» χτυπιέται άγρια από το κράτος…
ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ είναι ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ των περιφρονημένων
Η ψηφιακή καινοτομία και το διαδίκτυο παρέχουν ένα είδος αντίβαρου, μια ομόλογη κατάσταση που θα θεραπεύσει όλες τις πληγές, όλες τις καταστροφές. Τώρα έχουμε κάτι στα χέρια μας που θα αντιρροπήσει τις απογοητεύσεις, τον θυμό, τις ματαιώσεις, τα μπούλινγκ και τους εξοστρακισμούς, που μπορεί να φέρει χρώμα στην άχρωμη ζωή μας, να αντισταθμίσει τα λάθη μας, τις ατυχίες μας, τις αποτυχίες μας. Από εδώ προκύπτει ο ενθουσιασμός για το σύγχρονο πάθος, που είναι η «έκφραση», οι αφηγήσεις μας στο Facebook στο Instagram κλπ.. Τα κοινωνικά δίκτυα μας επιτρέπουν να αφηγηθούμε στους άλλους ό,τι μας συμβαίνει –με εξωραϊσμένο είναι η αλήθεια τρόπο- να λαμβάνουμε αποδείξεις της σύμφωνης γνώμης των άλλων, να εμφανιζόμαστε δημοσίως για να σηματοδοτήσουμε την εξαιρετικότητα της ύπαρξής μας, ή και πάλι να καταγγείλουμε, με δυσαρέσκεια ή οργή, ορισμένες επαγγελματικές, σχεσιακές ή άλλες εμπειρίες, και γενικότερα την παγκόσμια τάξη. Η χρήση των νέων μέσων επικοινωνίας είναι μια πρακτική που πλέον μας σώζει, καθώς –εξατομικευμένα και καθολικά, λειτουργεί καθαρτικά και λυτρωτικά. Εδώ παρέχεται η αίσθηση πως ό,τι κι αν βιώνει κανείς, ανεξάρτητα από τη σκληρότητα της πραγματικότητας, μπορεί ανά πάσα στιγμή να ασχοληθεί με την οργάνωση της συχνά μεγεθυμένης αφήγησης της ζωής του, να εκφράσει το θυμό του και να εκδικηθεί για τις ταπεινώσεις που βίωσε και η ψυχή του να αποτινάξει για μια στιγμή το άχθος.
Όλα τα είδη δραστηριοτήτων καταφεύγουν σ’ αυτό το είδος κάθαρσης: η οικογενειακή ζωή, ο ελεύθερος χρόνος, η κατανάλωση. Από τώρα και στο εξής, η «Εκφραστικότητα» κυριαρχεί στη ζωή των ανθρώπων, καθώς η δημόσια έκθεση του εαυτού μαρτυρά κατά κάποιο τρόπο τη μοναδικότητά του, αδιαφορώντας για την όποια ματαιοδοξία ενδεχομένως ενέχει αυτή η έκθεση.
Έχει γίνει συνηθισμένη πρακτική να δηλώνει κάποιος δημόσια τις απόψεις του στο διαδίκτυο, κάτι που του παρέχει την ευκαιρία να απελευθερώσει την οργή του, να καταγγείλει μέρα και νύχτα - ενδεχομένως μάταια - μια συγκεκριμένη σειρά από πράγματα. Όμως αυτές οι πρακτικές «παγιώνουν μόνο τις δικές μας πεποιθήσεις, τροφοδοτούν τις διαπροσωπικές εντάσεις και προέρχονται από την ψευδαίσθηση της πολιτικής εμπλοκής, καθώς τις περισσότερες φορές εμφανίζονται μακριά από οποιαδήποτε συγκεκριμένη εμπλοκή σε κοινές υποθέσεις, δημιουργώντας μόνο καλή συνείδηση ή μάταιη ικανοποίηση.» (Sadin). Αντίθετα, βέβαια, από αυτή την εκτίμηση, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων λειτουργεί πολιτικά και μάλιστα παρεμβατικά. Πολλές φορές οι κυβερνήσεις απαντούν στα σχόλια του διαδικτύου. Δεν είναι εξάλλου τυχαία και η χρήση του από πολιτικούς.
Ψευδαίσθηση αυτονομίας και η άρνηση του πολιτικού
Η υποκειμενικότητα του καθενός γίνεται ένα είδος ηπείρου που δεν είναι κλειστή, αλλά που δεν σταματά να αντιμετωπίζει τα γεγονότα υπό το πρίσμα και την προτεραιότητα της δικής του λογικής. Ως αντίβαρο, σχηματίστηκαν σύνδεσμοι μεταξύ ατόμων και ομάδες με συνδετικό ιστό την αλληλεγγύη. Εμφανίστηκαν αξιώσεις ενός νέου είδους, που δεν προορίζονται να ισχύουν για όλους, αλλά για να ικανοποιήσουν τις ομάδες που αισθάνονται ότι υπέφεραν ή εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο αδικιών και οι οποίες στο εξής σκοπεύουν να αποκαταστήσουν τη βλάβη που υπέστησαν. Διαμορφώνεται ένα παλίμψηστο ατομικής και συλλογικής μνήμης, αποτελούμενο από διαδοχικά στρώματα που έχουν συσσωρευτεί τον τελευταίο μισό αιώνα, αισθήματα αδικίας και προδοσιών, που στο εξής θα φτάσουν σε οριακή κατάσταση, καθώς θα μεταφραστούν σε πάθος και βαθύ μίσος. Το πνεύμα του καιρού δεν χαρακτηρίζεται από τη βούληση να ενεργήσει κατευναστικά στην πορεία των πραγμάτων, να τροποποιήσει ουσιαστικά ορισμένες καταστάσεις, να επιτύχει καταλλαγή και «σασμό», αντίθετα καθένας είναι γεμάτος δυσαρέσκεια και παρορμητική ανάγκη να δώσει μάχη, να εκδικηθεί τους επικυρίαρχους του κόσμου, αλλά και τον διπλανό. Η ρητορική του μίσους, για την οποία κατηγορείται το Facebook και οι αλγόριθμοί του, βασίζεται σ’ αυτό το πνεύμα.
Η κατάστασή μας δεν αφορά μόνο τη διάλυση κοινών αναφορών, αλλά το ζήτημα της βίας. Μια κατηγορία βίας - λεκτικής, υλικής, φυσικής - που τα ελατήρια της είναι συγκεκριμένα, και αυτο-νομιμοποιούνται από εκείνους που την ασκούν στο όνομα της βούλησης για δικαιοσύνη, ως αντίδραση στην αδιαφορία της κοινωνίας και της πολιτείας να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά κακά που την μαστίζουν.
Υπάρχουν δύο τύποι δυσαρέσκειας για την παρούσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Ένας, τον οποίο ήδη γνωρίζαμε, αναδύεται κυρίως από ένα φαινόμενο συλλογικής τάξης, από το πνεύμα της ιστορίας και τον αέρα της εποχής, και αποτελείται από τις διάχυτες προσωπικές δυσαρέσκειες και τις κοινωνικές ανισότητες. Η δυσαρέσκεια αυτή είναι λανθάνουσα και είναι πάντα ευάλωτη, καθώς σε ορισμένες χρονικές στιγμές, μπορεί να αξιοποιηθεί από πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες με τη βοήθεια ενός ρητορικού και προπαγανδιστικού μηχανισμού μπορούν να τη διογκώσουν, να δημιουργήσουν μια αίσθηση «συλλογικότητας» ανάμεσα σε όλες τις απογοητευμένες υπάρξεις και να σχεδιάσουν έναν ορίζοντα κινητοποίησης.
Ο άλλος τύπος δυσαρέσκειας, που εμφανίστηκε πρόσφατα, είναι αυστηρά ατομικού χαρακτήρα – είναι οικείος και μοναχικός -, αφορά υποκειμενικότητες, όχι μόνο λόγω των προσωπικών απογοητεύσεων και των ταλαιπωριών τους, αλλά και γιατί έχουν φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο προσωπικής πικρίας που δεν μπορούν πλέον να πιστέψουν σε κανένα συλλογικό εγχείρημα. Οι άνθρωποι αυτοί βιώνουν την προσωπική τους δυσαρέσκεια απομονωμένα και ακραία. Τα άτομα αυτά βιώνουν την εμπειρία της απόσυρσης με την ψευδαίσθηση της αυτονομίας από όλο το πολιτικό σύστημα. Αυτές οι στάσεις δυσπιστίας εκδηλώνονται εξίσου απέναντι στα λεγόμενα «συστημικά» όσο και στα αντι-συστημικά κόμματα, τα οποία θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι αποτελούν κατά προνομιακό τρόπο «τράπεζες θυμού». Γενικά, ζούμε στην εποχή της «μεγάλης αποχής» από την πολιτική διαδικασία και στην κατάθεση του θυμού με μαζικό τρόπο στο διαδίκτυο!
Αυτή είναι «η εποχή του τυραννικού Εγώ», του ατόμου ως μοναδικού σημείου αναφοράς, των κοινωνικών δικτύων και συνακόλουθα της (ακρο)δεξιάς. Τα δίκτυα ενίσχυσαν της (νέο)φιλελεύθερες λογικές της ατομικής ευθύνης και του υπερατομικισμού(που τώρα αποκαλείται Ναρκισσισμός). Εμφανίζεται πλέον μια νέα πολιτική κατηγορία - ή πιο συγκεκριμένα μια πολιτική - στο βαθμό που προέρχεται από την ίδια την άρνηση του πολιτικού και που αποκαλείται «ολοκληρωτισμός του πλήθους»!
Ολοκληρωτισμός
Ο όρος ολοκληρωτισμός, που γνωρίζουμε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με προσοχή, μπορεί να γίνει κατανοητός με την έννοια των αναλύσεων που ανέπτυξε η Hannah Arendt στο The Totalitarian System, ως μια γενική κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει πλέον αναγνωρίσιμο σημείο αναφοράς, όπου μια μόνιμη αστάθεια γίνεται σκόπιμα βασιλεία, όπου ορισμένες παρορμήσεις μπορούν να εκφραστούν χωρίς να αντιμετωπίσουν μεγάλα εμπόδια, θέτοντας σε κίνηση μια συνεχή δυναμική του χάους που οδηγεί σε προσωπική ανασφάλεια και διάλυση των κοινωνικών δομών. Όχι ότι σήμερα βρισκόμαστε άμεσα αντιμέτωποι με τέτοια φαινόμενα, αλλά η τάση των ατόμων να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως περισσότερο ή λιγότερο κλειστές ολότητες που αποσύρονται στο δικό τους σύστημα πεποιθήσεων και καταδικασμένες ως προτεραιότητα για να διεκδικήσουν τις απόψεις τους, εάν αυτό πολλαπλασιαστεί, ενταθεί και γίνει συνηθισμένο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μορφές ανωμαλίας, σ’ ένα νέο ολοκληρωτισμό όπου το πλήθος θα μιλάει την αόριστη γλώσσα της Βαβέλ, με ακύρωση κάθε χώρου αμοιβαίας κατανόησης, που θα έχει ως συνέπεια τον πολλαπλασιασμό των διαφορών και των συγκρούσεων.
*Το μοντέλο του «αγώνα για αναγνώριση» του Χέγκελ περιέχει την ιδέα ότι η πρόοδος του κοινωνικού ήθους εκτυλίσσεται με βάση την αλληλουχία τριών προτύπων αναγνώρισης, τρεις μορφές αλληλοαναγνώρισης: Η δικαιική αναγνώριση(ηθικός σεβασμός), η αγάπη(τα υποκείμενα αλληλοαναγνωρίζουν την μοναδικότητα των φυσικών τους αναγκών), και η αλληλοεκτίμηση(ως προς τις ιδιότητές τους που συνεισφέρουν στην αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης). Η μετάβαση από τη μία στην άλλη μορφή αναγνώρισης γίνεται «μέσω ενός αγώνα, τον οποίο διεξάγουν μεταξύ τους τα άτομα για χάρη του σεβασμού της σταδιακά αναπτυσσόμενης αυτοαντίληψής τους: Η αξίωση να αναγνωριστούν οι εκάστοτε καινούργιες διαστάσεις του προσώπου καθορίζει μια διυποκειμενική σύγκρουση, η επίλυση της οποίας συνίσταται πάντα στην εδραίωση μιας παραπέρα σφαίρας της αναγνώρισης(Χόνετ 1992)». Στις τρεις μορφές αναγνώρισης αντιστοιχούν η οικογένεια, η αστική κοινωνία και το κράτος(Χέγκελ). Ο Χόνετ διακρίνει με βάση τον νεαρό Χέγκελ «τρεις επικοινωνιακές προϋποθέσεις μιας επιτυχημένης διαμόρφωσης ταυτότητας: Η συγκινησιακά φορτισμένη ΦΡΟΝΤΙΔΑ σε κοινωνικές σχέσεις οικειότητας, όπως η αγάπη και η φιλία, η Δικαιική αναγνώριση του ατόμου ως ηθικά υπεύθυνου μέλους μιας κοινωνίας και, τέλος, η κοινωνική εκτίμηση των ατομικών επιδόσεων των ικανοτήτων του».
Ο τρόπος με τον οποίο τα υποκείμενα σχετίζονται αρχικά με τον εαυτό τους και κατανοούν τις φυσικές τους ανάγκες και επιθυμίες ως αρθρώσιμο μέρος του προσώπου τους, δημιουργεί αυτό το είδος στοιχειώδους ασφάλειας που ονομάζεται «αυτοπεποίθηση»(Erikson 1980). Η δεύτερη μορφή της πρακτικής σχέσης με τον εαυτό συνίσταται στη συνείδηση της ηθικής υπευθυνότητας και ένα είδος ασφάλειας για την προσωπική κρίση που ονομάζεται «αυτοσεβασμός»(Dillon 1995). Τέλος, η τρίτη μορφή σχέσης με τον εαυτό αφορά την αξία των προσωπικών ικανοτήτων και ονομάζεται «αίσθηση της προσωπικής αξίας»(Tugendhat 1993).