Το έλκηθρό μου
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 12.12.17 ]Ήταν ωραίο εκείνο το πρωινό. Οι πίστες στο χιονοδρομικό λειτουργούσαν κανονικά. Ένα ζευγάρι Γερμανών με όλη την αναγκαία εξάρτυση εφορμούσαν για τον Χελμό. Είχαν ξεκινήσει με μεγάλες προσδοκίες. Άφηναν την Εθνική και τραγουδώντας έναν παλιό σαν εμβατήριο σκοπό ανηφόριζαν όλο ανηφόριζαν να πατήσουν την ψηλότερη κορφή.
Λίγο πιο έξω από τα Καλάβρυτα ένα μεταλλικό σα σφαίρα αντικείμενο θα τρυπούσε το μπροστινό λάστιχο. Ο άντρας βγαίνει έξω και σηκώνει το κεφάλι. Σα να λέει «γιατί σε μένα;». Εκείνη μένει δεμένη στο κάθισμά της. Νυστάζει και μισοκλείνει τα μάτια. Ένας λευκός σταυρός λευκιάζει τον τόπο και την ψυχή τους.
Ένα παλικαράκι, δεκατριών-δεκατεσσάρων, κυλά σαν αερικό από τον λόφο τον αντικρινό δίχως να γίνει αντιληπτό από τις μαυροφορεμένες γυναίκες με την πάχνη-πούδρα στο πρόσωπο. Στέκεται ολόρθο, μια πικρή ανάμνηση μπροστά στον άντρα που προσπαθεί να μπαλώσει με τα παγωμένα του δάχτυλα άρον άρον την τρύπα με ένα σουβλί. Στη στιγμή αγκαλιάζει τα ξυλιασμένα χέρια του άντρα και τα χουχουλιάζει με την ανάσα του.
Σε θυμάμαι, του λέει, παίζαμε πόλεμο τότε. Εγώ στα δεκατρία, εσύ στα δεκαοχτώ. Είχα ένα ξύλινο όπλο και πυροβολούσα στον αέρα. Και συ μου είπες «αλτ!» κι εγώ δεν άκουσα και το ’βαλα στα πόδια κι έτρεχα όλο έτρεχα στο χιονισμένο δάσος και με κυνηγούσες και φώναζες «αλτ! αλτ!» κι η ανάσα μου κοβόταν και τότε σταμάτησα, το έλκηθρό μου να σου δωρίσω και τη ζωή να μου χαρίσεις. Και ήταν το παιχνίδι που γύρευα και συ μου το αρνήθηκες. Θυμάσαι; Κι η τρύπα στο κρανίο του κόσμου από τότε δε λέει να κλείσει. Χειμώνα καλοκαίρι φίδια μπαινοβγαίνουν κι εγώ αναρωτιέμαι γιατί με ξέχασαν όλοι, γιατί μας ξέχασαν όλοι. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο ξαναγίνομαι μικρός και ψάχνω το έλκηθρό μου.
Ο Γερμανός υπνωτισμένος τριγύρω κοιτάζει και κανέναν δε βλέπει. Μαύρο χιόνι τώρα τον τόπο σκεπάζει. Κι όμως τα χέρια του είναι ακόμα ζεστά και το κορμί του αποσταμένο σαν τσακισμένο δέντρο και τα μάτια του για θάνατο νυστάζουν. Ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ, βγάζει ένα ξύλινο έλκηθρο, ανεβαίνει λαχανιασμένος τον λόφο και, δίχως να ταράξει τον ύπνο των σκιών, κάτω από τον σταυρό το αφήνει –έτσι, σαν απόπειρα λυτρωμού και μετάνοιας.
* Στη μνήμη της σφαγής στα Καλάβρυτα