Το έθιμο

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 31.12.19 ]

Εκείνη την Πρωτομηνιά, παραφύλαγε τη μάνα της, να δει πώς θ’ αντιδράσει. Κάθε της κίνηση, κάθε της κρυφός στεναγμός, ήταν γι’ αυτήν ένα σημάδι. Γιατί η Σοφιά, -η μάνα της-, ήταν το βαρόμετρο της διάθεσης του σπιτικού τους. Ο πατέρας της είχε πια παραιτηθεί από καιρό. Όχι απ’ τα χρόνια του,-κοντά τριάντα της έριχνε της μάνας της, αν και τα εβδομηνταοχτώ του καλά τα κουβάλαε στην πλάτη του-, ούτε από τ’ απανωτά είναι η αλήθεια χτυπήματα που του επιφύλαξε η ζωή. Ίσως, από θέμα χαραχτήρα. Και η μικρή του στερνοκόρη, δεν άντεχε πια να το ’νε βλέπει να πιάνει τη γωνιά στ’ απλωμένο σάισμα, δίπλα στο τζάκι και να μοιρολογάει από το χάραμα.

Σαν την άκουσε λοιπόν να ‘τοιμάζεται σχεδόν αχάραγο, για τη βρύση πετάχτηκε ολόρθη.

-Να ’ρθω καλέ μητέρα; Τηνε πρόλαβε στην εξώπορτα. Και αγνοώντας τη σκληρή της ματιά, και τα πρησμένα μάτια,-απ’ το ξενύχτι στο τζατουμά και το κρυφό της κλάμα… - Θα ’ρθω μαζί σου! Της έκανε. Και την αμιλησιά της τηνε πήρε γι’ αποδοχή. Έτσι ήτανε η μάνα της. Μιλούσε με το βλέμμα.

……………………………………………………….

Γυρίσανε σπίτι, όμως κουβέντα δεν είχε βγει από το στόμα ούτε της μιας, ούτε της άλλης!

Ωστόσο το έθιμο είχε εκπληρωθεί. Ένας κουβάς, φρέσκο νερό, ολόφρεσκο σαν δροσερή ελπίδα! Κι εκείνη σκέφτηκε πως αυτή, είχε χαθεί απ’ το σπίτι τους εδώ και κάμποσο καιρό…

Στον πάτο του νερού, τρία πεντακάθαρα λιθάρια. Κι ένα κλωνί ελιάς να επιπλέει! Μάλιστα η ίδια είχε προσφερθεί να τα μαζέψει, να τα καθαρίσει από τα χώματα, να τα ρίξει στο καθάριο νερό ένα-ένα, κι’ ύστερα να κόψει το κλαδί!

Υγεία, Προκοπή, Ευτυχία!

Σαν επισφράγισμα το κλαδί ελιάς. Ειρήνη.

Απ’ τη γωνιά του, ο άντρας της μιας και πατέρας της άλλης τις παρακολουθούσε. Καθώς ραντίζανε με το κλωνί τα δώματα… Αμίλητες και σοβαρές. Αλλά δεν έμοιαζε απορεμένος. Την ήξερε τη Σοφιά… Όταν την έπιανε το γινάτι! Ούτε το Γερμανό δε φοβήθηκε, σαν μπήκε στο χωριό και όλοι κάνανε κατά τ’ αμπέλια, τα μαντριά και τα παλιοκονάκια, παρατώντας σπίτια και περιουσίες στο έλεος της μπότας τους! Αυτή εκεί, να φυλάξει σπίτι και βιος! Πώς τη γλύτωσε μοναχά…

Κι όταν πλησιάσανε κατά τη μεριά του και το στερνοπούλι του «Σήκω μωρέ πατέρα! Η μάνα έτοιμη έχει και τη βασιλοκουλούρα!» του κάνει, εκείνος δεν άντεξε κι άφησε τους λυγμούς του να κυλήσουν.

-Τα παιδιά! Έκανε μονάχα. Πούν’ τα παιδιά μωρή Σοφιά!

…………………………………………………………..

Ο πρωτογιός τους, το καμάρι τους, ο Πανταζής.

Κι ο δεύτερος στο κατόπι του ο Ντίνης.

Ο πρώτος στα βουνά του Παναχαϊκού, να μάχεται για την Ιδέα ενός άλλου κόσμου.

Ο δεύτερος στο Γράμμο. Επιστρατευμένος εναντίον αυτής της Ιδέας.

Πρωτομηνιά του ‘49.