Το άδειο κιβώτιο...

[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 15.02.19 ]

Ζήσης Ναούμ

Μάστορας ο Νώντας. Μια δρασκελιά πλάτος, τρεις δρασκελιές μήκος και ένα μέτρο βάθος. Τα τοιχώματα αλφαδιασμένα. Και τις κάσες αυτός τις μαστόρευε. Η ξυλεία ευθύνη του παπά. Από πληρωμή, τίποτα τσίπουρα κάνα κρασί και μερικά τσιγάρα. Ερασιτέχνης σα να λέμε. Τον ζητούσαν κι' απ' τα γύρω χωριά, αλλά αυτός τους συγχωριανούς του ήθελε να προσχώνει. Πουθενά δεν πήγαινε έξω απ' το χωριό του. Όταν ήταν νέος, γύρναγε και παραγύρναγε και έξω και πέρα απ' το χωριό. Σε μια τέτοια γύρα γνώρισε την Αριστέα, μια βλαχοπούλα με ξανθά μαλλιά και πράσινα αμυγδαλωτά μάτια. Άσπρη σαν κρινάκι ήταν. Τον έκαψε … την έκλεψε. Φτιάξανε το σπιτικό τους και πάνω στον χρόνο ήρθαν τα δίδυμα. Κοπέλες φτυστές η μάνα τους, άγγελοι επί της γης. Αποτρελάθηκε ο Νώντας. Νόμιζε πως θα σπάσει η καρδιά του απ' την ευτυχία. 3-4 χρόνια κράτησε. Ήρθε ο πόλεμος μετά το βουνό, μετά ο σπαραγμός. Μέσα σ' όλα ο Νώντας κι όταν έβρισκε ευκαιρία κατέβαινε στο χωριό να δει την φαμελιά του.

Τελευταία φορά, φθινόπωρο του '47 του στήσανε παγανιά έξω απ' το σπίτι του. Βγήκε η Αριστέα να τον σώσει, από κοντά και τα δίδυμα. Τον Νώντα τον δέσανε, την φαμελιά του την μακέλεψαν. Κάνα χρόνο μετά τον άφησαν να γυρίσει. Πεθαμένος για πεθαμένος. Του έδειξε ο παπάς το μνήμα που είχαν θάψει την οικογένειά του και για να τον παρηγορήσει του λέει: "Ο σατανάς για να εκδικηθεί τον θεό, του ξεριζώνει τα λουλούδια απ' τον κήπο του". Δεν απάντησε τίποτα ο Νώντας. Την άλλη μέρα βρήκαν το μνήμα ανοιχτό και άδειο. Έκτοτε μνήματα άνοιγε ο Νώντας και κάσες κάρφωνε.
Σαν ήρθε ο καιρός να χρειαστώ και ’γω τις υπηρεσίες του, αξημέρωτα χτύπησα την πόρτα του μ’ ένα μπουκάλι τσίπουρο παραμάσχαλα. Μου άνοιξε χαρούμενος, αλλά αμέσως άλλαξε ύφος. Ποιος ξέρει από τι όνειρο τον ξύπνησα. Πρώτη φορά έμπαινα σπίτι του. Εκείνος ο χαλασμός παντού είχε αφήσει σημάδια. Ότι σανίδια του περίσσευαν τα κάρφωσε σε πόρτες και παράθυρα, τίποτα να μην περνάει... Και μια τριχιά δεμένη απ' την μεσαία γρεντα να αιωρείται άσκοπα. Άνοιξα το μπουκάλι, έβγαλα τα τσιγάρα και μιας και δεν είχε ποτήρια ήπιαμε απ' το ίδιο μπουκάλι και καπνίσαμε απ' το ίδιο πακέτο. Κάτι πήγα να ξεκινήσω εγώ, κάτι αυτός, τελικά δεν είπαμε τίποτα. Σώθηκε το μπουκάλι πήγα να σηκωθώ. Η αϋπνία και το ποτό με βάρυναν. Έκανε να με πιάσει, τραβήχτηκα, μη ντροπιάσω τον παππού μου. Το καρντάσι του απ' όταν γεννήθηκε μέχρι το '47.  Έκανε μια κίνηση με το χέρι να τον ακολουθήσω και προχώρησε προς την πιο σκοτεινή πλευρά του δωματίου. Έσπρωξε μια αόρατη σε μένα πόρτα και το φως της ημέρας ξεχύθηκε στο δωμάτιο. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Έφτασα στο άνοιγμα και κει προστατευμένος με βατσινιές και χαμηλά δέντρα ήταν ένας κήπος. Κι' ό,τι είχε αυτός ο κήπος ήταν τρεις τριανταφυλλιές. Δύο λευκές και μια κόκκινη, σαν τα χείλη της Αριστέας. Ο μικρός πρίγκιπας μου 'ρθε στο νου σαν πρώτη σκέψη αλλά εκεί στο φως της ημέρας στον κρυφό κήπο του Νώντα, τον άκουσα να λέει: " Άδειο κουτί, άδειο κιβώτιο με άδεια πουκάμισα και φουστάνια ήταν. Εδώ ζουν για μένα και γω γι' αυτές. Να έχουν ένα νόημα όλα". Τον χαιρέτησα και καθώς έβγαινα απ' την εξώπορτα άκουσα την φωνή του ξανά: "Ένα φύλλο διόσμου να μασήσεις, μην ντροπιαστείς μέρα που ' ναι.
Πέντε χρόνια ακόμα άντεξε ο Νώντας. Όταν διάβηκε αναστατώθηκε το χωριό. Κανείς δεν ήξερε την τέχνη του. Ούτε ένα μνήμα της προκοπής δεν έγινε από τότε. Εγώ υπήρξα απών στο φευγιό του.
Όταν αραιά και που ανεβαίνω κατά κει πάνω, παίρνω ένα μπουκάλι τσίπουρο και πηγαίνω στο ρημαγμένο του Νώντα. Κάθομαι στο κατώφλι του και κουτσοπίνω αδειάζοντας που και πού μια γουλιά στο χώμα. Ο κήπος δεν είναι.. δεν είναι και λόγος πια. Πίνω κι' όλα μου 'ρχονται στο νου εκεί στην ερημιά. Πίνω και καπνίζω και δυο-τρεις φορές έκλαψα εκεί στην ερημιά μου...