Το άγαλμα

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 24.03.21 ]

Ίσως επειδή χάρισε το μοναδικό του λάφυρο, σπαθί αδαμαντοστόλιστο, στον έρανο υπέρ πατρίδας, ή ίσως επειδή μάτωσε άπειρες φορές κι η χούφτα του μαρμάρωσε κι έγινε ένα με την πάλα που κρατούσε, ή επειδή πολέμησε τουλάχιστον σε έξι μάχες πριν κλειστεί στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και φυλακίστηκε κατόπιν και χλευάστηκε, αντιβαυαρός ορκισμένος κι ανυπόταχτος…

Για αυτά και για άλλα ακόμη, κατάφερε τελικά να αποσπάσει ως παράσημο μιαν επίσημη «άδεια επαιτείας», να την επιδεικνύει για ν’ αποδεικνύει πώς η νομή της εξουσίας, από την εποχή του Αίαντα ακόμα, δεν αφορά ποτέ στον αγωνιστή, παρά μόνο στα κοράκια που τεμαχίζουν το πτώμα του, που εξαργυρώνουν το αίμα του στα διεθνή παζάρια με ξύλινες γιορτές και κούφιες ρητορείες, με αφεντάδες επίσημους προσκεκλημένους από Ανατολή και Δύση, με κάμψη δουλική της κεφαλής και της οσφύος.

Κάποια στιγμή βεβαίως τον κάνανε και άγαλμα, μήπως και πάψει να τους ενοχλεί. Στέκεται εκείνος έκτοτε απ’ το πρωί ως το βράδυ ακούνητος κι αγέρωχος στην πλατεία του χωριού, γυρνώντας με περιφρόνηση την πλάτη στους αχυρένιους Μαυροκορδάτους και στα ετεροχρονισμένα στεφάνια τους.

Τις νύχτες όμως ζωντανεύει. Κατεβαίνει απ’ το βάθρο ήσυχα κι ανοίγει βήμα, γίνεται ένα με τα βουνά, τα πουρνάρια και τα ζούδια του δάσους, σχεδιάζει συντάγματα επαναστατικά κι ονειρεύεται εθνοσυνελεύσεις, που μείναν στα χαρτιά λειψές κι ανολοκλήρωτες. Κι όταν κουράζεται να περπατά σε λαγκάδια, ποτάμια και ράχες και να αναρωτιέται μονάχος αν τέλειωσε ή όχι εκείνη η επανάσταση, στέκεται στο ψηλότερο σημείο του χωριού, βάζει χωνί τα χέρια και φωνάζει δυνατά, με τον αντίλαλο της φωνής του βραδινό εγερτήριο, να τρομάζει τον ύπνο εγχώριων νενέκων, να ταράζει τα όνειρα κακόβουλων γειτόνων. 

Αλλά είναι και φορές πάλι που προτιμά να ξαποσταίνει στα όνειρα των παιδιών, να ησυχάζει δίπλα τους, να τους δανείζει για ένα βράδυ τη φουστανέλα και το σπαθί του, γλυκά να πυρπολεί τον αθώο ύπνο τους.

*(Το  άγαλμα του Νικηταρά στο χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Μεγαλόπολης Αρκαδίας)