Τι να θυμηθούμε από τον Σέπαρντ;
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 31.07.17 ]Τι να θυμηθούμε από Σαμ Σέπαρντ, που μόλις "έφυγε" από τον μάταιο τούτο κόσμο; Την «κατάρα των πεινασμένων» με την επιχείρηση απόδρασης της κόρης με ένα άλογο, τις συνομιλίες με ένα άδειο ψυγείο και τις αγκινάρες του πατέρα, την ελαφρότητα της μητέρας, αυτή τέλος πάντων την οικογένεια, τα μέλη της οποίας επικοινωνούν πληγώνοντας ή ταπεινώνοντας ο ένας τον άλλον; Ο πατέρας εξαφανίζεται για εβδομάδες ολόκληρες χαμένος στη λήθη του αλκοόλ, η μητέρα ονειρεύεται μια νέα ζωή στην Ευρώπη, η κόρη φλέγεται από τον πόθο της διαφυγής και μονάχα ο γιος συνεχίζει να πιστεύει στην αξία αυτής της επώδυνης συμβίωσης κάτω από την ίδια στέγη. Μιας συμβίωσης που διαγράφεται ακατόρθωτη και συγχρόνως αναπόφευκτη: κάτι σαν κατάρα, όχι μόνο της «τάξης των πεινασμένων» αλλά όλων των τάξεων και όλων των οικογενειών.
«Το θαμμένο παιδί»; Άλλο ένα σκοτεινό, μακάβριο και πικρά αστείο οικογενειακό δράμα, τόσο επίκαιρο σήμερα όσο και στην πρώτη του παρουσίαση 40 χρόνια πριν.
Το «Ένα ψέμα του μυαλού»; Ο τόπος είναι η σύγχρονη Αμερική· ο σκοτεινός πάτος της, η Νότια Καλιφόρνια, απ' τη μια, και η χιονισμένη κορυφογραμμή της Μοντάνα, απ' την άλλη. Στο σύμπαν του Σέπαρντ οι δεσμοί αίματος έχουν καταλυθεί. H οικογένεια δεν λειτουργεί πια. Ο αδιάφορος πατέρας επιμένει να κυνηγάει ελάφια και φτάνει να πυροβολεί ανθρώπους. H εγκαταλελειμμένη μητέρα στήνει από την αρχή το παιδικό δωμάτιο του γιου της, να τον ταΐζει ad infinitum με το κουτάλι. H νεαρή αδελφή αναχωρεί συνέχεια προς αγνώστους προορισμούς μόνο και μόνο για να γυρίσει ξανά στο σπίτι που δεν ανήκει. H συνύπαρξή τους κάτω από την ίδια στέγη διεκπεραιώνεται μηχανικά και η Μπεθ καταφεύγει στο ψέμα... Οι ήρωες του Σέπαρντ, φιγούρες σκοτεινές που διασχίζουν αχανείς εκτάσεις βυθισμένες στη μελαγχολία της μοναξιάς τους.
Σ’ ένα κείμενο από τα «Χρονικά των μοτέλ» που αποτελεί ύμνο στα τραίνα (ο συγγραφέας μας διαβεβαιώνει ότι ευχαρίστως θα ζούσε μέσα σε ένα τραίνο αν κάποιος του έδινε ένα) αλλά και στους σιδηροδρομικούς έρωτες, ο αφηγητής γοητεύεται από ένα κορίτσι. Στο Σωλτ Λαίηκ το κορίτσι κατεβαίνει κι εκείνος έχει χάσει οριστικά την ευκαιρία να την κρατήσει. Μπορεί να ακούει ακόμα τα βήματά της στο αμμοχάλικο αλλά εκείνη έχει ήδη φύγει και δεν του μένει παρά να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι το Μιζούρι, για να πάρει λεωφορείο ως το Σικάγο κι ύστερα ωτοστόπ μέχρι το επαρχιακό αγρόκτημα του παππού του, που ζει μπροστά σε μια τηλεόραση. Προσπαθώντας να ξεφύγουν από ένα παρελθόν που φαίνεται να τους δημιουργεί ένα αίσθημα ασφυξίας, οι ήρωες του Σέπαρντ αναπτύσσουν την ανάγκη της διαρκούς μετακίνησης. Η αδυναμία αντιμετώπισης των συναισθημάτων τούς αφήνει την αίσθηση μιας μόνιμης παρεξήγησης: ανίκανοι να συλλάβουν τον εαυτό τους ως ολότητα, καταφεύγουν συχνά στη φυγή και στην αποστασιοποίηση. Τα έργα του συνιστούν έναν διάλογο ανάμεσα στην κωμωδία, στην απόγνωση και στην υστερία.
Από το 1965, όταν έγραψε το πρώτο θεατρικό έργο του με τίτλο «Σικάγο», θίγει το ζήτημα των οικογενειακών σχέσεων, των παθιασμένων δεσμών αίματος και αγχιστείας που διέπουν τη σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, αδελφό με αδελφό, άντρα με γυναίκα.
Το «Διασχίζοντας τον Παράδεισο» κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1996 και αποτελεί γνήσιο πνευματικό τέκνο της τελευταίας περιόδου του έργου του συγγραφέα. Βασικός άξονας των αφηγημάτων είναι η χρονική και τοπική περιπλάνηση. Εναλλάσσονται οι εικόνες της Άγριας Δύσης των ράντζων, των ερήμων και των άγριων φαραγγιών με αυτήν των μοτέλ και των γρήγορων και ανοιχτών αμερικανικών λεωφόρων. Μέσα στα διαφορετικά αυτά περιβάλλοντα ζωντανεύει ένας κόσμος ετερόκλητων χαρακτήρων: καουμπόις, ηθοποιοί, ντετέκτιβ, σερβιτόρες, κορίτσια με τατουάζ, βιολιστές, λευκοί και νέγροι, Μεξικανοί και Ινδιάνοι. Η αναζήτηση της ταυτότητας και η αμφιθυμία που αυτή προκαλεί είναι ένα από τα βασικά θέματα του βιβλίου. Συναφές είναι και το ζήτημα της σύγκρουσης και της εναλλαγής των γενεών.
Ο Σέπαρντ γεννήθηκε το 1943 σε ένα χωριουδάκι του Ιλινόι. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και αγρότης, αν και ο Σέπαρντ τον περιγράφει ως «μέθυσο και αφοσιωμένο αλκοολικό». Η μητέρα του ήταν δασκάλα. Έχει γράψει πάνω από σαράντα πέντε θεατρικά έργα καθώς και τη συλλογή διηγημάτων "Διασχίζοντας τον παράδεισο" (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1997) και δύο μυθιστορήματα ("Motel Chronicles" και "Hawk Moon"). Ως ηθοποιός έχει εμφανιστεί σε πάνω από είκοσι πέντε ταινίες και το 1984 διεκδίκησε ένα Όσκαρ για την ερμηνεία του στο φιλμ "Οι κατάλληλοι άνθρωποι". Το σενάριό του για το φιλμ "Παρίσι-Τέξας" σε σκηνοθεσία Βιμ Βέντερς κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 1984, ενώ έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία "Far North" το 1988.
Θέματα του έργου του ο έρωτας και η θλίψη, η λαχτάρα για μια υπέρβαση των ορίων της ύπαρξης, το τραγικοκωμικό χάσμα της ασυνεννοησίας ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, το ακόμη βαθύτερο χάσμα που χωρίζει τους άντρες από τον αληθινό τους εαυτό, η φιλία ανάμεσα σε δύο άνδρες και πώς αυτή δοκιμάζεται, όταν παρεμβάλλονται το χρήμα, η εξουσία, ο εγωισμός και μια γυναίκα την οποία διεκδικούν από κοινού. Όπως συμβαίνει στα περισσότερα έργα του Αμερικανού συγγραφέα ("Τρελός για έρωτα", "Το θαμμένο παιδί"), η ιστορία αποτελεί το πρόσχημα για να προβάλλουν ανάγλυφα οι χαρακτήρες: άτομα τσακισμένα από το παρελθόν που κουβαλούν, άνθρωποι που προβαίνουν σε απελπισμένες κινήσεις είτε για να επιβεβαιώσουν κάποια επιλογή είτε για να την ακυρώσουν είτε, ακόμα, για να επιβεβαιωθούν οι ίδιοι. Αυτοί είναι οι ήρωές του: ένας υπνοβάτης, ένας κιθαρίστας, ένας βίαιος πατέρας, ένα αγόρι που παρακολουθεί μαγεμένο την πάλη ανάμεσα σε ένα θεραπευτή αλόγων κι έναν άγριο, ασυμβίβαστο επιβήτορα -πάλη που αντανακλά τη δική του σύγκρουση με τον πατέρα του, ένας καθώς πρέπει σύζυγος που καταλήγει να σημαδεύει με το όπλο του μια από τις καλεσμένες στο υπόγειο του σπιτιού του, ένα κορίτσι που ονειρεύεται να ξεφύγει...
Πίσω από όλες αυτές τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων του ο Σέπαρντ μας δίνει την εικόνα μιας Αμερικής για την οποία δεν κρύβει την πικρία του: «Θα δεις τι έχει να γίνει σ' αυτή τη χώρα σε δέκα - δεκαπέντε χρόνια. Μπορεί και νωρίτερα. Φυλή βλαμμένων θα βγει. Ούτε τα ονόματά τους δεν θα μπορούν να προφέρουν. Εδώ τώρα και ούτε τα παντελόνια τους δεν θα μπορούν να σηκώσουν» παρατηρεί ο ήρωας στο κείμενο «Ο πακεταδόρος».
Ο Σέπαρντ έγραψε, κυρίως, για την Αμερική. Την παρουσίασε μέσα από σκιές και απαισιόδοξη ματιά, αλλά αναδείκνυε τον σουρεαλισμό της, σάρκαζε τη σκληρότητά της,τον σκοτεινό κόσμο που μπορεί να κρύβει η μέση αμερικανική οικογένεια ενώ η γραφή του έμοιαζεσαν κομμάτι αυτοσχεδιασμού τζαζ ή ροκ μουσικής.