Τι θ’ ανακαλύπταμε αν αποκτούσαμε πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε μας χρόνια;
Πώς θ’ αντιδρούσαμε αν ξυπνούσαμε ένα πρωί και μας είχε απομείνει μόνο η όσφρηση και η ακοή;
Ποια νήματα θα μας παρακινούσαν να διεκδικήσουμε ξανά τη ζωή;
Στις «Γόνιμες Μέρες», ένας άντρας βρίσκεται αναίσθητος δίπλα σε έναν νεκρό. Χαρακτηρίζεται ως ύποπτος για φόνο και ως συμμέτοχος σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Του χορηγείται φάρμακο τελευταίας τεχνολογίας ώστε να βγει από το κώμα και να δώσει κατάθεση. Θυμάται την τελευταία αίσθηση προτού κλείσει τα μάτια: γινωμένο πορτοκάλι, γλυκό. Θυμάται έναν άντρα αιμόφυρτο και έναν σκελετό βλοσυρό. Ξαφνικά, αποκτά πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, πριν απ’ τη μνήμη, στην αχαρτογράφητη ζώνη της ύπαρξης. Εκεί, κυριαρχεί μια γυναίκα της οποίας αναζητά τη μορφή, ένα μυστικό που του κλέβει, τελικά, τη φωνή. Την ίδια ώρα, ακούει τους δικούς του να ομολογούν όσα έπρεπε να αγνοεί.
Οι «Γόνιμες Μέρες» είναι ένα κυνήγι θησαυρού στα πρώτα χρόνια της ζωής, στις στιγμές που μας έχουν καθορίσει βαθιά χωρίς να το γνωρίζουμε. Οι «Γόνιμες Μέρες» είναι μια αφήγηση από και προς το σώμα, μια κατάσταση εγκλεισμού από την οποία απειλούνταν η ουσία της ύπαρξης, μια πορεία ανασύστασης. Οι «Γόνιμες Μέρες» είναι ένα παζλ που ξορκίζει την απώλεια, τη ματαίωση, τον φόβο, τον γκρεμό.
Οι «Γόνιμες Μέρες» δεν γράφτηκαν μέσα σε μέρες γόνιμες. Το αντίθετο. Η συγγραφή τους συντελέστηκε μέσα σε μέρες άνυδρες, σκληρές, χωρίς θέση σε ορίζοντα αλλά μετά από μια συνθήκη εγκλεισμού μέσα στο σώμα, σε ένα νοσοκομείο, σε απομόνωση προτού γίνει γνωστή η συνθήκη της καραντίνας, προτού γίνει τόσο κοινός τόπος και τρόμος. Ωστόσο, οι «Γόνιμες Μέρες» μου προσέφεραν γόνιμο έδαφος ώστε να καταπέσω, να απελπιστώ, να αμφισβητήσω και σιγά σιγά να νοσταλγήσω, να επιθυμήσω, να ανασυγκροτηθώ! Ο ήρωας που βρίσκεται σε κώμα, ναι, ο ήρωας που χρησιμοποιεί μόνο τα ρουθούνια και τα αφτιά για να επικοινωνήσει με τον κόσμο, ακριβώς αυτός ο ήρωας που αποκτά πρόσβαση στα πιο τρυφερά και σκοτεινά χρόνια της πρώτης ζωής, ο «δημιουργός αντιπερισπασμού» όπως αυτοαποκαλείται, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ο οποίος κατασκευάζει εκ νέου την ιστορία του λαχταρώντας να «αναστηθεί», υπήρξε, εκείνη την κρίσιμη περίοδο, πιο ζωντανός από κάθε άλλο άνθρωπο εν ζωή: δεν ζήτησε τίποτα ενώ με πήρε από το χέρι και με βοήθησε να σηκωθώ, να στραφώ προς την ελπίδα και να οραματιστώ την προοπτική μιας νέας ζωής στην οποία δεν θα είχε σημασία τι είχα χάσει, αλλά τι είχα ξαναβρεί, δεν θα είχε καμία σημασία τι είχα θυσιάσει, αλλά τι θα διεκδικούσα από εδώ και στο εξής: γόνιμες μέρες, για όλους.