Τζιάκομο Λεοπάρντι: Αναμνήσεις

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 20.03.22 ]

Τζιάκομο Λεοπάρντι

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Γλυκά αστέρια της Άρκτου, δεν το περίμενα
όπως παλιά και πάλι να στραφώ να σας κοιτάξω
πάνω από τον πατρικό κήπο να σπιθοβολάτε,
και μαζί σας τόσα να πω από τα παράθυρα
τούτου του σπιτικού όπου έζησα παιδί,
και τις χαρές μου όλες είδα να πεθαίνουν.
Πόσες εικόνες κάποτε και πόσα όνειρα
δε γέννησε στη σκέψη μου η λάμψη η δική σας
και των άστρων που σας συντροφεύουν! Τότε

που σιωπηλός, στη χλόη καθισμένος,
ώρες πολλές από τις νύχτες μου περνούσα
τον ουρανό θαυμάζοντας, κι ακούγοντας
το κόασμα του βάτραχου μακριά στην εξοχή!

Και η πυγολαμπίδα στο φράχτη πλανιότανε

και στα παρτέρια, ενώ στον άνεμο ψιθύριζαν

οι ευωδιαστές αλέες, τα κυπαρίσσια στο απόμακρο

δασάκι∙ και κάτω από την πατρική στέγη

πότε η μια φωνή και πότε η άλλη αντηχούσαν,

τα ειρηνικά έργα των υπηρετών. Και με τι σκέψεις ατέλειωτες,

τι όνειρα γλυκά, δε γέμισαν το νου μου

η μακρινή θάλασσα, τα γαλάζια αυτά βουνά,

που από εδώ διακρίνω, και που να διασχίσω

σκεφτόμουνα μια μέρα, μυστικούς κόσμους, μυστική

ευτυχία ζητώντας στη ζωή μου να προσφέρω!

Τη μοίρα μου αγνοούσα, και πόσες φορές

τη θλιβερή και άχαρη ζωή μου

πρόθυμα αργότερα θ’  άλλαζα με το θάνατο.

Ούτε που μου ‘λεγε η καρδιά πως καταδίκη μου γραφτή

θα ‘ταν τη νιότη μου να ζήσω σ’ αυτό το άθλιο

γενέθλιο χωριό, ανάμεσα σ’ ανθρώπους

αγροίκους, χυδαίους, που σαν κάτι παράδοξο,

και συχνά σαν αφορμή για να χλευάσουν και να διασύρουν

τις λέξεις επιστήμη και σοφία κρίνουν∙ που με μισούν και μ’ αποφεύγουν

όχι γιατί ο φθόνος τους κινεί – μιας και δεν πιστεύουν

πως είμαι ανώτερός τους – μα γιατί θαρρούν πως τέτοια στο βάθος

ιδέα για τον εαυτό μου έχω, μ’ όλο που ποτέ

κανένα μάρτυρα δεν είχα στην πίστη μου αυτή.

Εδώ τα χρόνια μου περνώ, χαμένος, μόνος,

χωρίς αγάπη, χωρίς ζωή∙ και δύστροπος

μες στο κακόβουλο πλήθος καταλήγω να ‘μαι:

απ’ την αγάπη και τις αρετές γυμνώνομαι,

και περιφρονητής γίνομαι των ανθρώπων,

για το κοπάδι που με τριγυρίζει: κι όμως

ο γλυκός καιρός της νιότης φεύγει∙ πιο αγαπητός

κι από τη φήμη και τη δόξα, κι απ’ το καθάριο

φως της μέρας, από την ίδια τη ζωή: σε χάνω

χωρίς καμιά χαρά, ανώφελα, στην απάνθρωπη

αυτή διαμονή, ανάμεσα σε θλίψεις,

ω της στείρας ζωής μοναδικό λουλούδι.

Φτάνει ο άνεμος το χτύπο φέρνοντας της ώρας

από τον πύργο του χωριού. Πόσο μ’ αλάφρωνε

αυτός ο ήχος, τις νύχτες μου, θυμάμαι,

όταν παιδί, στο σκοτεινό δωμάτιο,

τρόμοι αφεύγατοι άγρυπνο με κρατούσας,

λαχταρώντας να ξημερώσει. Δεν είναι τίποτα εδώ

που με το σχήμα ή τη φωνή του, μια εικόνα μέσα μου

ή μια θύμηση γλυκιά να μη βοηθά να ξεπηδήσει.

Γλυκιά σαν ανάμνηση∙ γιατί αμέσως θλιβερή γλιστράει κοντά μας

Της τωρινής ζωής η σκέψη, και μαζί της μια μάταιη

Επιθυμία για ότι πέρασε – πόνο γεμάτο – και λες: «Έζησα».

Το περιστύλιο αυτό εκεί, στραμμένο προς τον ήλιο

που δύει∙ αυτοί οι ιστορισμένοι τοίχοι,

με τις ζωγραφιές των κοπαδιών και τον ήλιο

που στα βάθη του τοπίου γεννιέται, πόσες χαρές

δε μου προσφέραν τότε που, αργός, σύντροφο πάντα

στο πλευρό μου είχα όπου κι αν ήμουν,

μιας αυταπάτης δίχως όρια τη φωνή. Στις παλιές αυτές κάμαρες,

που τις φωτίζει το χιόνι και ο άνεμος

γύρω από τα μεγάλα παράθυρα σφυρίζει,

αντήχησαν οι εύθυμες φωνές και οι χαρές μου

τον καιρό εκείνο που το πικρό κι ανούσια

μυστήριο της ζωής το ψεύτικό του πρόσωπο

μας δείχνει∙ τον καιρό που το νέο άγορι,

ανέγκιχτη κι ακέρια, σαν άπειρος εραστής,

την απατηλή ζωή του ονειρεύται,

και ομορφιές φανταστικές ζητάει να θαυμάσει.

 

Ω ελπίδες, ελπίδες∙ γλυκές ψευδαισθήσεις

της πρώτης μου νιότης! Τα λόγια μου πάντα

 κοντά σας γυρίζουν∙ όσο τα χρόνια κι αν περνούν,

όσο οι σκέψεις και τα αισθήματά μου κι αν αλλάζουν,

δε σας ξεχνώ. Σκιές, το ξέρω πια καλά,

είναι η δόξα κι η τιμή∙ η αναζήτηση κάθε χαράς

μια κούφια επιθυμία∙ καρπό κανένα δεν προσφέρει η ζωή:

μια μάταιη δυστυχία. Κι αν άσκοπα

τα χρόνια μου κυλούν, κι αν άδεια, σκοτεινή

φαντάζει η ζωή μου, το βλέπω πια καλά,

η Τύχη λίγο μου αφαιρεί. Αλίμονο, κάθε φορά

που σας φέρνω στο μυαλό αλλοτινές μου ελπίδες,

και σας γλυκά της φαντασίας σκιρτήματα πρώτα,

και πάλι τη θλιβερή και οδυνηρή

ζωή μου βλέπω, μοναδικό το θάνατο

απομεινάρι από τόση ελπίδα,

αισθάνομαι της καρδιάς μου τη σιωπή

και για τη μοίρα μου παρηγοριά δε θα μπορέσω να ‘βρω.

Κι όταν στο τέλος ο θάνατος που αναζητώ

δίπλα μου θα ‘ρθει, και θα φτάσει το στερνό

της άτυχης ζωής μου βήμα∙ όταν αυτή η γη

θα ‘ναι κοιλάδα ξένη, κι από το βλέμμα μου

το μέλλον θα χαθεί, εσάς θα θυμηθώ,

κι η θύμηση αυτή, πάλι αναστεναγμούς

θα φέρει, θα με πληγώσει με τη σκέψη

πως μάταια έζησα, και τη γλυκύτητα

της μέρας του θανάτου με θλίψει θα γεμίσει.

Και πριν ακόμη ο πυρετός της πρώτης νιότης σβήσε

με τις χαρές, τις αγωνίες, τη μυστική του επιθυμία,

το θάνατο πόσες φορές δεν κάλεσα, κι ώρες ολόκληρες

γερμένος δίπλα στην πηγή στη σκέψη δεν αφέθηκα

μες στα νερά εκείνα να δώσω κάποιο τέλος

σε τόση ελπίδα και σε τόσο πόνο. Ύστερα, όταν με χτύπημα

κρυφό κοντά στο θάνατο με έφερε η αρρώστια,

την όμορφη νιότη έκλαψα και το λουλούδι

των φτωχών ημερών μου, που τόσο πρόωρα

χανόταν: και τις νύχτες αργά πόσες φορές

στο κρεβάτι μου –μάρτυρα της θλίψης μου- δε σύνθεσα

στο αβέβαιο φως της λάμπας τα πονεμένα ποιήματά μου,

με τη σιωπή της νύχτας θρηνώντας

τα χρόνια μας που φεύγουν, για την ίδια τη ζωή μου

που αργόσβηνε το πένθιμο αρχίζοντας τραγούδι.

Δίχως στεναγμούς από τη μνήμη δεν περνάτε

οι πρώτες μέρες της νιότης, ω μέρες

ανέκφραστης κι εξαίσιας ομορφιάς, που το θνητό

χαμόγελα παρθένων κοριτσιών πρώτη φορά

σε έκσταση κρατούν∙ ολόγυρα το κάθε τι

διαλέει το χαμόγελό του: ο φθόνος σιωπά,

γιατί δεν ξύπνησε ή γιατί πράος δείχνεται ακόμη∙

και θα ‘λεγες (ω θάμα ανήκουστο!) πως ο κόσμος

με προθυμία απλώνει στο νέο το δεξί του χέρι,

τα λάθη πως του συγχωρεί, πως τον καλωσορίζει

στα πρώτα βήματά του, και κλίνοντας το κεφάλι

δείχνει σαν να τον πρόσμενε κι αφέντη τον καλεί.

Μέρες φευγάτες! Σκορπίσατε όπως το φως

μιας αστραπής. Ποιος θα βρεθεί να πει

πως τη δυστυχία δε γνώρισε, αν για πάντα

πέταξαν μακριά του τα ωραία πρώτα χρόνια,

αν η νιότη, ω η νιότη, πέρασε για πάντα;

Ω Νερίνα! Ίδια για σένα δεν ακούω

τα μέρη τούτα να μιλούν; Πώς θα μπορούσες

απ’ τη σκέψη μου να φύγεις; Πού χάθηκες,

και μόνο η ανάμνησή σου πλανιέται πια εδώ,

γλυκιά μου; Τα μέρη τούτα που ζήσαμε

δε σε βλέπουν πια: το παράθυρο εκείνο

όπου στεκόσουν και μου μιλούσες, κι όπου

το φως των άστρων θλιμμένο τώρα αντιφεγγίζει,

έρημο είναι: Πού βρίσκεσαι, δεν ακούω  πια

τη φωνή σου ν’ αντηχεί όπως παλιά,

όταν ο κάθε ήχος των χειλιών σου,

όσο μακριά κι αν σήμαινε, μ’ έκανε να χλομιάζω

φτάνοντας στ’ αυτιά μου; Άλλοι καιροί. Περάσανε

οι μέρες οι δικές σου, αγάπη μου. Χάθηκες. Σε άλλους

να ζήσουν τώρα είναι δοσμένο

στους ευωδιαστούς αυτούς λόφους.

Μα γρήγορα πολύ διάβηκες∙ σαν όνειρο σύντομη

ήταν η ζωή σου. Χορεύοντας τραβούσες∙ σου φώτιζε

το μέτωπο ή χαρά∙ σου φώτιζε τα μάτια

γεμάτα πίστη αυτή η ελπίδα, το φως αυτό

της νιότης, όταν ξάφνου  τα έσβηνε η μοίρα,

κι έπεφτες. Αϊ Νερίνα! Η παλιά αγάπη

ακόμη ζωντανεύει στην καρδιά μου. Κι αν σε γιορτές

και σε χορούς κάποτε βρίσκομαι, μέσα μου πάντα

λέω: Ω Νερίνα, για τις γιορτές και τους χορούς

δε θα στολιστείς πια, πια δε θα πας.

Με του Μαϊού το γυρισμό, όταν τραγούδια και κλαδιά ανθισμένα

οι ερωτευμένοι φέρνουν στις καλές τους,

εγώ λέω: Νερίνα μου, για σε η άνοιξη

ποτέ δε θα γυρίσει, ποτέ πια η αγάπη.

Κάθε που η αυγή γαλήνια προβάλλει, κάθε γωνιά ανθισμένη

που βλέπω, σε κάθε χαρά που αισθάνομαι,

λέω: η Νερίνα, ξέχασε πια τη χαρά∙ δε βλέπει πια

τον άνεμο, τους κάμπους. Αλίμονο, πέρασες, μοναδική μου

αγάπη: χάθηκες: και σύντροφος θα σταθεί

σε κάθε γλυκιά ονειροπόλησή μου, στα τρυφερά μου

αισθήματα, σε κάθε πικρό κι αγαπητό

σκίρτημα της καρδιάς μου, η πικρή ανάμνηση.

 

Μετάφραση: Φοίβος Γκικόπουλος