Η «Σπασμένη φλέβα» ως καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 18.12.25 ]Η «Σπασμένη Φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη μπορεί να διαβαστεί όχι απλώς ως κοινωνικό ή ρεαλιστικό έργο, αλλά ως φιλοσοφική αλληγορία της σύγχρονης ελληνικής (και γενικότερα νεοφιλελεύθερης) συνθήκης, όπου η βία, η γλώσσα και η εξουσία συγκροτούν έναν κλειστό, ασφυκτικό κόσμο και το χρήμα δεν λειτουργεί απλώς ως οικονομικό μέσο, αλλά ως βιοπολιτικός ρυθμιστής αξίας της ζωής.
Το έργο του έλληνα σκηνοθέτη, συνιστά μια πολιτική ανθρωπολογία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, όπου ο άνθρωπος απογυμνώνεται από ηθικά, θεσμικά και υπαρξιακά στηρίγματα ενώ η βία αποτελεί δομικό στοιχείο κοινωνικής οργάνωσης. Σε όλες τις ταινίες του (Σπιρτόκουτο, Ψυχή στο Στόμα, Μαχαιροβγάλτης), η γλώσσα λειτουργεί ως μηχανισμός εξευτελισμού, εργαλείο κυριαρχίας, μορφή συμβολικής βίας και το χρήμα ως καταλύτης ψυχικής απορρύθμισης.
Στην Σπασμένη φλέβα, το χρήμα καταστρέφει. Δεν λειτουργεί ως μέσο επιβίωσης, αλλά ως σύμβολο εξουσίας και αυτοεπιβεβαίωσης. Η αποτυχία στην απόκτησή του ή ο φόβος της απώλειάς του, προκαλεί βία και καταστροφή σχέσεων, θάνατο. Στην ταινία, το χρήμα δεν είναι μέσο, αλλά αυτοσκοπός, οι χαρακτήρες δεν το χρησιμοποιούν για επιβίωση ή παραγωγή αξίας αλλά ως σύμβολο δύναμης, κυριαρχίας και αυτοεπιβεβαίωσης. Ο πρωταγωνιστής έχει συνδέσει την προσωπική του αξία με το χρήμα. Το χρήμα μετατρέπεται σε «αντικείμενο επιθυμίας» ( Λακάν) και η λατρεία του χρήματος υποκαθιστά κοινωνικούς και συναισθηματικούς δεσμούς. Λειτουργεί ως φαλλικό σύμβολο, σύμβολο δύναμης και ελέγχου, ενώ παράλληλα εντείνει την αποξένωση και την ψυχική ένταση. Προκαλεί ψυχολογική και κοινωνική αποξένωση, υποκαθιστώντας συναισθήματα και αληθινές σχέσεις. Συνδέεται με απληστία, βία και αποανθρωποποίηση, αναπαράγοντας την κοινωνική βαρβαρότητα που καταγράφει ο Οικονομίδης.
Όπως στον Λακάν, η λατρεία του χρήματος και εδώ είναι λατρεία ενός σημαίνοντος που υποκαθιστά το Είναι. Το χρήμα δεν καλύπτει την έλλειψη — τη διαιωνίζει. Δεν προσφέρει ευτυχία, προσφέρει καταναγκαστική απόλαυση (άγχος, έλεγχος, συσσώρευση), γίνεται όργανο αυτο-καταπίεσης και καταπίεσης. Νοείται ως προσκόλληση σε ένα αντικείμενο που πάντα διαφεύγει, ως μετανεωτερική θρησκεία χωρίς σωτηρία. Μετατρέπει τις σχέσεις σε συναλλαγές, το υποκείμενο σε «κεφάλαιο», είναι συμβολική βία. Ο πρωταγωνιστής φαίνεται παγιδευμένος, αβοήθητος και αδύναμος σε ένα περιβάλλον που δεν του προσφέρει πλήρωση, προσπαθώντας να μη χάσει το μοναδικό μέσο που του προσδίδει αξία, μέχρι να οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή.
Στα πλαίσια μιας μαρξιστικής προσέγγισης, μπορούμε να ισχυριστούμε χωρίς να μειώσουμε κανέναν από τους δύο, ότι στις ταινίες του Ken Loach, υπάρχει συλλογικό υποκείμενο (σωματείο, οικογένεια, κοινότητα) ενώ η εκμετάλλευση αναγνωρίζεται, άρα μπορεί να πολιτικοποιηθεί. Το χρήμα είναι μέσο καταπίεσης αλλά και αφορμή πολιτικής σύγκρουσης, μέσο επιβίωσης, πεδίο διεκδίκησης.
Στον Οικονομίδη δεν υπάρχει συλλογικότητα. Η σύγκρουση είναι οριζόντια (μεταξύ των ίδιων των καταπιεσμένων).
Στον Loach, υπάρχει κοινότητα, δυνατότητα αλληλεγγύης.
Στον Οικονομίδη, μόνο κατακερματισμένα άτομα.
Ο κινηματογράφος του Loach εδράζεται στον καπιταλισμό όπου η εκμετάλλευση είναι ορατή, στην εργατική τάξη, σε σαφείς σχέσεις παραγωγής, σε αναγνωρίσιμους θεσμούς (εργοδότες, κράτος, συνδικάτα).
Ο Οικονομίδης τοποθετείται στο περιθώριο της εργασίας, σε συνθήκες επισφάλειας ή ανεργίας, όπου η εκμετάλλευση είναι διάχυτη και απρόσωπη.
Ο Loach δείχνει την κλασική καπιταλιστική σχέση.
Ο Οικονομίδης δείχνει την μετα-καπιταλιστική αποσύνθεσή της, τον καπιταλισμό της αποσύνθεσης και της βαρβαρότητας
Στον Loach, η βία είναι κυρίως θεσμική, ασκείται από το σύστημα, προκαλεί αντίδραση, γεννά πολιτική αφήγηση, συγκινεί. Στον Οικονομίδη, η βία είναι άμεση και σωματική, ασκείται μεταξύ των ίδιων των καταπιεσμένων, δεν οδηγεί σε πολιτικοποίηση και λειτουργεί ως υποκατάστατο της ταξικής πάλης. Δεν σου αφήνει καμία διέξοδο.
Στον Loach, υπάρχει δυνατότητα αντίστασης, η συλλογικότητα δεν έχει χαθεί, ο κινηματογράφος λειτουργεί χειραφετητικά.
Στον Οικονομίδη, δεν φαίνεται να υπάρχει πολιτικό υποκείμενο, δεν υπάρχει συλλογική γλώσσα, η αφήγηση είναι μετα-πολιτική. Ο έλληνας σκηνοθέτης κινηματογραφεί τον κόσμο μετά την ήττα της τάξης.
Στον Loach, η αλλοτρίωση είναι συγκεκριμένη και πολιτική ενώ στον έλληνα σκηνοθέτη, η αλλοτρίωση είναι ολική και αδιέξοδη.
Στον Loach, ο κινηματογράφος κυρίως καταγγέλλει και κινητοποιεί.
Ο Οικονομίδης κυρίως εκθέτει.
Ο Loach δείχνει σκηνές όπου ο καπιταλισμός πληγώνει.
Ο Οικονομίδης σκηνές όπου ο καπιταλισμός έχει ήδη σκοτώσει το νόημα.
Η αλλοτρίωση στον Loach είναι τραγική, πολιτική, αναστρέψιμη.
Η αλλοτρίωση στον Οικονομίδη είναι σιωπηλή, ολική, μετα-πολιτική.
Ο Ken Loach θεωρεί την απληστία ως αποτέλεσμα του συστήματος.
Ο Οικονομίδης θεωρεί την απληστία ως πολιτισμική και κοινωνική βαρβαρότητα, χωρίς μέτρο ή νόημα. Το χρήμα, η βία και η απληστία δεν συνδέονται με παραγωγή ή επιβίωση. Η βαρβαρότητα προκύπτει επειδή η ζωή δεν νοηματοδοτείται. Το χρήμα ή η δύναμη γίνονται αυτοσκοπός. Ο καθένας κοιτά μόνο την προσωπική του επιβίωση ή το κέρδος. Δεν υπάρχει κοινή συνείδηση για το «τι αξίζει» ή «πώς ζούμε μαζί».
Στην Σπασμένη φλέβα, η απληστία οδηγεί σε μια ζωή χωρίς νόημα, χωρίς ηθικό φραγμό. Η ταινία απεικονίζει μια κοινωνία όπου η εργασία είναι περιορισμένη ή αόρατη και οι κοινωνικές σχέσεις καθορίζονται όχι από συνεργασία ή αλληλεγγύη αλλά από συγκρουσιακές, προσωπικές σχέσεις. Παρατηρούμε την αποδιάρθρωση της ταξικής συνείδησης, την ατομικοποίηση της βίας ως υποκατάστατο συλλογικής πάλης.
Ο Οικονομίδης δείχνει τον προλεταριακό κόσμο του ύστερου καπιταλισμού, όπου η εργασία και η κοινωνική αλληλεγγύη έχουν καταρρεύσει. Η «Σπασμένη Φλέβα» δεν προτείνει λύσεις ή επανάσταση. Αντίθετα καταγράφει τη κατάρρευση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης, δείχνει το αδιέξοδο του χρήματος και την ανυπαρξία συλλογικού υποκειμένου. Τοποθετεί τις ταινίες του σε μια μικροαστική Ελλάδα, όπου οι κοινωνικές σχέσεις είναι αποσπασματικές και συγκρουσιακές και η οικογένεια λειτουργεί συχνά ως πλαίσιο βίας και έλλειψης αλληλεγγύης. Στην Σπασμένη φλέβα, παρουσιάζει την χρεοκοπία των μικροαστικών στρωμάτων, ειδικά μετά την οικονομική κρίση του 2008. Δείχνει μια Ελλάδα όπου η οικονομική δυσπραγία επηρεάζει το ήθος και την καθημερινή ζωή. Δεν αναπαράγει στερεοτυπικές εικόνες της Ελλάδας αλλά αποτυπώνει μια κοινωνία μετά την ήττα της συλλογικής πολιτικής δράσης, τα χρόνια μετά την οικονομική κρίση.
Η ταινία αποτυπώνει την κοινωνική αποσύνθεση και οικονομική επισφάλεια, την ηθική αποσάθρωση, την ήττα της συλλογικής πολιτικής και ταξικής συνείδησης και προβάλλει μια καθημερινή βαρβαρότητα, όπου η ζωή δεν κοστολογείται ούτε προστατεύεται.
Στο έργο, η βία δεν είναι μόνο κοινωνική ή ταξική, αλλά και ψυχολογική. Οι χαρακτήρες εκφράζουν καταπιεσμένα ένστικτα και επιθυμίες μέσω σωματικής και λεκτικής βίας. Η επιθετικότητα λειτουργεί ως συμβολικό μέσο εκτόνωσης, όχι ως μέσο αλλαγής.
Το χρήμα δεν λειτουργεί σαν μέσο, αλλά ως σύμβολο δύναμης και επιβεβαίωσης. Οι χαρακτήρες παραμένουν φυλακισμένοι στη δική τους επιθυμία, χωρίς δυνατότητα μετασχηματισμού ή κοινωνικής συνειδητοποίησης. Βιώνουν κενό νοήματος και απουσία συλλογικού πλαισίου, που εντείνει τις επιθετικές συμπεριφορές. Η Σπασμένη φλέβα συμβολίζει την συσσωρευμένη ένταση, την καταπίεση και την επικείμενη έκρηξη, εκφράζει την ψυχολογική πίεση που δεν μπορεί να εκτονωθεί συλλογικά.
Η ταινία παρουσιάζει έναν κόσμο όπου οι χαρακτήρες είναι φυλακισμένοι στη δική τους επιθυμία και στον κύκλο τραύματος, η βία αντικαθιστά τη νόρμα, το νόημα και τη συλλογική ηθική. Με άλλα λόγια, η «Σπασμένη Φλέβα» είναι ψυχολογικός καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας, όπου οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα τραύματα συνυφαίνονται με την κοινωνική και οικονομική αποσύνθεση και η βία, η απληστία και η οικογενειακή δυσλειτουργία είναι αποτέλεσμα ασυνείδητων επιθυμιών και κοινωνικής αποξένωσης αλλά και πολιτικού αδιεξόδου.
Είναι ένα έργο υπαρξιακής βίας (μετα-υπαρξιακή κενότητα), μια αντι-ανθρωπιστική αλληγορία, ένας καθρέφτης μιας κοινωνίας χωρίς νόημα, χωρίς έλεος, χωρίς ορίζοντα, χωρίς δυνατότητα υπέρβασης. Μας δείχνει τι είμαστε, όχι τι μπορούμε να κάνουμε.
Εδώ, ο σκηνοθέτης δεν περιγράφει μόνο την «ελληνική ιδιαιτερότητα», αλλά μια γενική συνθήκη του ύστερου καπιταλισμού. Αποτελεί το ακραίο σημείο αυτού του σύμπαντος, έναν κόσμο όπου ούτε το χρήμα, ούτε ο νόμος, ούτε η οικογένεια μπορούν πλέον να νοηματοδοτήσουν τη ζωή.
Λειτουργεί συμβολικά ως ρήξη του κοινωνικού δεσμού, συλλογική αιμορραγία, ολική κοινωνική αποσύνθεση. Είναι η πιο απρόσωπη, η πιο απαισιόδοξη, η πιο πολιτική ταινία του Οικονομίδη.

