Τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 29.04.19 ]

Σαουθάμπτον. Το γλυπτό της γυμνής γυναίκας του Ροντέν και οι γλάροι. Η ομορφιά και ο τρόμος. Αυτά τα φοβερά ιπτάμενα τέρατα με τις άγριες ανθρώπινες κραυγές. Κάποτε νόμιζα πως οι γλάροι του Βορρά ήταν επινόηση του Χίτσκοκ (The Birds), αλλά δεν ήταν. Κακώς αποκάλεσαν τον μεγάλο δημιουργό «Άρχοντα του Σασπένς». Το σασπένς είναι εδώ απτό, πραγματικό. Το ψυχολογικό θρίλερ δεν χρειαζόταν να το ανακαλύψει, αρκούσε να το περιγράψει.

Οι βόρειοι γλάροι, αυτοί οι ιπτάμενοι κανίβαλοι ήταν εδώ για να στοιχειώνουν τις νύχτες και τις μέρες των όντων που αποκαλούνται ακόμα άνθρωποι. Καμία σχέση με τους γλάρους του Νότου. Το ίδιο και οι άνθρωποι, καμία σχέση με τους μεσογειακούς. Τους βλέπω μεθυσμένους στις παμπ. Γυναίκες ψηλές, θεόπαχες, με τα λίπη να ξεχειλίζουν από τις υπερβολικά κοντές φούστες τους και τα μάτια στεγνά και λιμασμένα για επαφή. Σε κοιτούν τόσο έντονα και αδιάκριτα, σαν τις εφιαλτικές κραυγές των τεράστιων γλάρων. Η ζωή ένας Τιτανικός. Κατάθλιψη και αλκοόλ. Αλκοόλ και κατάθλιψη. Κι ανάμεσα στα δύο, το μεθυσμένο, ζωώδες σεξ, μία αυτοϊκανοποίηση εις διπλούν.

Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Χίτσκοκ προτιμούσε πάντα πρωταγωνίστριες, όπως η Τζόαν Φοντέιν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Ντόρις Ντέι. Αυτή ήταν η μεγάλη πρωτοτυπία του, να βάλει την ομορφιά μέσα στην κόλαση.

Όλα μια τρέλα, λοιπόν, μία αγωνιώδης σύγκρουση που μόνο ο Σαλβαδόρ Νταλί θα μπορούσε να αποδώσει (Ο διάσημος ζωγράφος συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα Αγωνίας).

Τελικά, όποιος καταφέρνει να βγει από όλα αυτά ζωντανός, γίνεται έτοιμος κατακτητής. Ένας κανίβαλος της νέας οικονομικής αυτοκρατορίας του Σίτι και των νησιών Κέιμαν που θα μπορεί να πίνει το νέκταρ από το κρανίο των δολοφονημένων στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, παντού. Ο Βορράς χρειάζεται τους ανθρώπους του για να αντιμετωπίσει το Νότο. "Δεν είναι όλοι έτσι", με συγκρατεί ο Αλέξανδρος από τη διολίσθηση στη φασιστική γενίκευση. Όχι, δεν είναι όλοι έτσι. Ο κλοσάρ που μου ζήτησε μερικές πένες δεν είναι έτσι. Η κοπέλα που μια μέρα έβαλε ξαφνικά τα κλάματα στη στάση του λεωφορείου, βλέποντας την αγριότητα γύρω της, δεν είναι έτσι. Τα παιδιά που ακόμα ονειρεύονται και ερωτεύονται δεν είναι έτσι. Όμως σε λίγο θα απαγορεύουν και τον έρωτα. Θα απαγορεύσουν να γεννιούνται παιδιά από έρωτα και χωρίς τον έλεγχο των γονιδιακών εργαστηρίων. Γι' αυτό ο Νότος ως παράδειγμα ενός ορισμένου τρόπου ζωής και ορισμένου τύπου ανθρώπου, που αισθάνεται, συναισθάνεται και κυρίως σκέφτεται, πρέπει να εξαφανιστεί… 

 Ο Χίτσκοκ και ο Μπέργκμαν

Η «ψυχώ» του Χίτσκοκ τρόμαξε εκατομμύρια ανθρώπους, άλλους τους διασκέδασε! Αναζητώντας τι ακριβώς είναι αυτό που συνιστά το «διασκεδαστικό» στις ταινίες του Χίτσκοκ κατέληξα στον... Μπέργκαν. Ο Μπέργκμαν, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην περιγραφή της εσωτερικότητας των προσώπων. Οι πρωταγωνιστές δραπετεύουν από τη φυλακή της «αντικειμενικής Αλήθειας» και «βλέπουν» το αληθινό τους πρόσωπο. Το ίδιο «εσωτερικός» είναι και ο Χίτσκοκ, μόνο που αυτός δεν θέτει τις υπαρξιακές διερωτήσεις του Μπέργκμαν, αλλά επιχειρεί να βγάλει προς τα έξω, να διασκεδάσει (σκεδάνυμι-σκόρπισμα), να σκορπίσει, να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τις φοβίες του, με το τέρας-τρομοκράτη που κρύβει ο καθένας μέσα του, εντέλει να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον εαυτό του. Αλλά ποιον άνθρωπο; Η αφετηρία των Χίτσκοκ και Μπέργκμαν είναι κοινή: Ο καθολικισμός. Και οι δύο έζησαν σ’ ένα αυστηρό καθολικό περιβάλλον. Ο Μπέργκμαν ήταν γιος ενός λουθηρανού πάστορα, γεγονός που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη σύλληψη και το σκεπτικό των ταινιών του. Το οικογενειακό περιβάλλον ήταν έντονα θρησκευτικό και σύμφωνα με αυτό η Εκκλησία ήταν υπερασπιστής της ηθικής - ενός ιδιότυπου ασκητισμού. Ο φόβος των τιμωριών και οι ταπεινώσεις κατά την παιδική ηλικία του Μπέργκμαν οδήγησαν σε μια αποφασιστική αντίληψη για τη χριστιανική θρησκεία: «Οι τιμωρίες ήταν επιβαλλόμενες μ’ έναν τελετουργικό τρόπο (...) είχαμε πάντα φόβο», λέει ο ίδιος ο Μπέργκμαν. Ο Χίτσκοκ ήταν γιος μπακάλη και φοίτησε σε σχολή Ιησουιτών. Έτσι ίσως εξηγείται και το γεγονός ότι ο πρώτος εκφράστηκε κινηματογραφικά μ’ έναν απόλυτα σοβαρό, εσωτερικό και φιλοσοφικό τρόπο, ενώ ο Χίτσκοκ με την υπερβολή και το αγγλοσαξονικό χιούμορ. Ο Χίτσκοκ δεν είχε έναν Κίρκεγκααρντ όπως ο Μπέργκμαν, είχε μόνο την κοκκινομάλλα σύζυγό του Άλμα Ρέβιλ, η οποία ήλεγχε τα πάντα.

Πάντως και οι δύο, με τον τρόπο του ο καθένας, επιχειρούν την απελευθέρωση του υποκειμένου από τις εσωτερικές ενοχές και φοβίες. Τα πρόσωπα, καθώς βρίσκονται υποταγμένα σε διάφορες μορφές βίας προκαλούν τη μεγάλη Αγωνία (Κίρκεγκααρντ). Κι είναι ακριβώς η Αγωνία αυτή που θα γίνει το ενδεικτικό σημάδι της πορείας των προσώπων προς την ιδιοποίηση του νοήματος της ύπαρξής τους. Στη διαδρομή αυτή ο έρωτας και η πίστη γίνονται οι συγκεκριμένες πραγματικότητες που βιώνονται με αυθεντικό τρόπο από τους πρωταγωνιστές. Κι αν ο Μπέργκαν κατέληξε στον υπαρξισμό, ο Χίτσκοκ κατέληξε στην «Ψυχώ» και στα «Πουλιά», τους ιπτάμενους κανίβαλους του Σαουθάμπτον… Αλλά ο άνθρωπος είναι και τα δύο...