«Τα παιδιά του Ζαμπρίσκι Ποϊντ» και η ποίηση

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 07.02.25 ]

Παρακολούθησα την παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής του Κώστα Καναβούρη «Τα παιδιά του Ζαμπρίσκι Ποϊντ-ανθολογία μικρών προβλημάτων» (εκδ. Πόλις). Η ποίηση ειπωμένη προφορικά, με λέξεις που γοητεύουν, δηλαδή που δημιουργούν εκτροπές, ανατροπές και αλλαγές νοήματος και κάποτε ταυτότητας, που μπορούν να «σε κατεβάσουν ακόμα κι από την καρέκλα».

Κάποια στιγμή τέθηκε το ερώτημα: Υπάρχει σήμερα ποίηση, διαβάζεται, αγγίζει; Ο Ανδρέας Μ. είπε πως υπάρχουν 1200 εκδόσεις ποιητικών βιβλίων το χρόνο στην Ελλάδα. Τεράστιος αριθμός. Ποιοι διαβάζουν; Ποιον αγγίζουν;

Πριν λίγο καιρό είχα διαβάσει ένα άρθρο στην Le Monde des livres με τίτλο «Η ποίηση εξαφανίζεται». «Η ποίηση δεν πουλάει. Σίγουρα, αυτό το λογοτεχνικό είδος δεν είναι το μόνο που βλέπει το «μερίδιο αγοράς» του να συρρικνώνεται στη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή. Το ίδιο επηρεάζεται και το μυθιστόρημα, η λογοτεχνία γενικότερα, το ίδιο το βιβλίο. Στην περίπτωση όμως της ποίησης η κατάσταση είναι ζοφερή.»

Η ευθύνη για αυτή την κατάσταση αποδίδεται, εδώ και έναν αιώνα, με συγκινητικό πείσμα στους ίδιους τους ποιητές. Μια πληθώρα κατηγοριών χρησιμοποιείται πάντα για να εξηγήσει και να δικαιολογήσει την εμπορική αποτυχία: οι σύγχρονοι ποιητές είναι δύσκολοι, είναι ελιτιστές. Αυτή η δραστηριότητα είναι ξεπερασμένη, λένε. Οι ποιητές είναι ναρκισσιστές, ξαναλένε. Δεν αναφέρουν τι πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο. Δεν μιλούν για τις κοινωνικές ανισότητες, δεν κάνουν τίποτα για να σώσουν τον πλανήτη. Δεν μιλούν τη γλώσσα του καθενός κι άλλα τέτοια ματαλένε... Δεν έχει νόημα να σχολιάσουμε αυτές τις μομφές. Ας πούμε μόνο αυτό: όποιος ενδιαφέρεται για την ποίηση, όποιος αγαπά και γνωρίζει τον Hugo, τον Baudelaire, τον Rimbaud, τον Apollinaire, τον Eluard, τον Aragon, τον Char και τον Michaux, για παράδειγμα, αλλά δεν γνωρίζει τους ποιητές της εποχής του, δεν τους διαβάζει, αυτός δεν καταλαβαίνει…»

Η αδυναμία της ποίησης στον οικονομικό τομέα οδηγεί -αυτό είναι φυσικό επακόλουθο του τύπου της κοινωνίας στην οποία ζει ένας ποιητής- στην περιφρόνηση. «Το γεγονός ότι κάποιος αυτοαποκαλείται ποιητής στις μέρες μας ενέχει κάτι το υποτιμητικό, ακόμη και το ντροπιαστικό.» γράφει ο συντάκτης του άρθρου. Όμως η εξευτελιστική επιλογή που θέτει σε όλα τα μέλη του ο όψιμος καπιταλισμός, είναι να «ενηλικιωθείς»-να προσαρμοστείς- ή να μείνεις παιδί- γραφικός και «τρελός του χωριού». Μεταξύ της μοναξιάς λοιπόν που συνεπάγεται η συμμαχία με τους μειονεκτούντες και της ευθυγράμμισης με τους «μονόδρομους» των ισχυρών, ο Ε. Σαΐντ επιλέγει τη συμπεριφορά του απρόβλεπτου, του ανοίκειου· απορρίπτει τους «ημέτερους», αυτούς που οι Γάλλοι ονομάζουν «τσοπανόσκυλα της εξουσίας»: με τις εκατό «δουλειές, αυτούς που πιστεύουν ότι το αδιανόητο, το ανήκουστο και το ανείπωτο έχουν εκλείψει και ότι η πραγματικότητα κινείται σ’ ένα καθορισμένο προ-οπτικό πεδίο, ότι το είναι ουσιώνεται ως επι-φαίνεσθαι και ο άνθρωπος ως στατιστικό δεδομένο. Ο Ε. Σαΐντ τάσσεται αναφανδόν με τους «άλλους», αυτούς που επιλέγουν τη θέση όχι του «ημέτερου» αλλά του «ξένου»…

Οι ποιητές και γενικά οι συγγραφείς αποθαρρημένοι από την έλλειψη ανταπόκρισης που συναντούν (χωρίς πωλήσεις, αναμονή ενός ή δύο ετών για να δουν τα βιβλία τους να εκδίδονται εκτός από εκδόσεις σε πολύ μικρούς εκδοτικούς οίκους, ή ιδίοις αναλώμασι, η σίγουρη σιωπή του Τύπου κ.λπ.), προχωρούν σε άλλες δραστηριότητες και σε υποκατάστατα.

Ένα τέτοιο υποκατάστατο ήταν το ΚΕΙΜΕΝΟ με τη μορφή του ποιητικού ντοκουμέντου. Στην περίπτωση του «ποιητικού ντοκουμέντου», το επίθετο, ερμηνευόμενο ετυμολογικά, προορίζεται να δώσει στο «ντοκουμέντο» το πλεονέκτημα της επίδρασης που έχει η λέξη «ποίηση». Όμως αυτό παρήλθε χωρίς να αφήσει αποτύπωμα.

Η έλξη της ποίησης παραμένει το ίδιο και η «ανάγκη για ποίηση». Η τεχνική πρόοδος, που επιτρέπει φθηνές δημοσιεύσεις, και ιδιαίτερα η εκθετική ανάπτυξη του Διαδικτύου, με τον πολλαπλασιασμό των ιστότοπων και των ιστολογίων, ευνοεί την έκφραση αυτής της ανάγκης. Η ίδια η φύση της ποίησης, που γίνεται σε ποιήματα, γενικά μέτριων διαστάσεων, της επιτρέπει να είναι πολύ πιο προσιτή στην οθόνη απ’ ότι το μυθιστόρημα, για παράδειγμα. Βρίσκουμε πολλά ποιήματα στο Διαδίκτυο και η ποίηση προσεγγίζει περισσότερους αναγνώστες από το βιβλίο, αφού αυτό σχεδόν δεν πουλάει.

Ταυτόχρονα, οι αναγνώσεις ποίησης και οι ειδικές συναντήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί. Η οικονομία, ωστόσο, για άλλη μια φορά παίζει ρόλο σε αυτό το φαινόμενο: πολλοί φορείς ανακάλυψαν ότι είναι πολύ λιγότερο ακριβό να προσκαλέσεις έναν ή δύο ποιητές από έναν τραγουδιστή, ή μια ορχήστρα. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που η «ανάγκη για ποίηση» βρήκε έναν πρωτότυπο τρόπο έκφρασης: το slam.

Το »χαστούκι»

Η εφεύρεση του slam, αρχικά τουλάχιστον, βασίστηκε σε μια ρητή προϋπόθεση, ότι ουσιαστικά όλοι είμαστε ποιητές. Ο καθένας, λοιπόν, μπορεί να «γίνει ποιητής». Το Slam, λέγεται, είναι μια «δημοφιλής προφορική, δηλωτική τέχνη έκφρασης, η οποία ασκείται σε δημόσιους χώρους, όπως μπαρ κι άλλους χώρους, με τη μορφή συναντήσεων και ρητορικών παιχνιδιών».

«Η λέξη «slam» υποδηλώνει στην αμερικανική αργκό «το χαστούκι». Στο πλαίσιο της προφορικής και δημόσιας ποίησης, έχει να κάνει με το να πιάνεις τον ακροατή από το γιακά και να τον «χτυπάς» με λέξεις και εικόνες, να τον ταρακουνάς, να τον συγκινείς. Μια άλλη εξήγηση του όρου δίνεται από τον εμπνευστή του κινήματος, Mark Smith, κατά την παρέμβασή του το 2005 στο Εθνικό Grand Slam της Ναντ: εξηγεί ότι επέλεξε αυτόν τον όρο για την αθλητική και παιχνιδιάρικη σημασία τού «σλαμ» (τένις, μπάσκετ κ.λπ.). »

Το slam είναι η ομιλούσα λέξη, ο στίχος που εκφέρεται επί σκηνής. Είναι μέρος ενός αμερικάνικου ποιητικού κινήματος, συνέχεια της rap poetry, της hip hop poetry, ή ακόμη των περίφημων απαγγελιών που οργάνωναν οι Beatniks. Το slam «κατεβάζει» την ποίηση στο δρόμο και στα καφενεία, σε αίθουσες συναυλιών και νεανικά στέκια. Δεν είναι αυτοσχέδιο ποίημα, αλλά σκοπεύει να αιφνιδιάσει, να «τραντάξει» εκείνον που το ακούει και το «βλέπει».

Στην Ελλάδα είχαμε μία προσπάθεια το Νοέμβριο του 2009 από μία ομάδα συγγραφέων και ποιητών, όπως οι Ντίνος Σιώτης, Βασίλης Ρούβαλης, Βασίλης Μανουσάκης και η Χριστίνα Οικονομίδου.

Το slam δεν έχει, a priori, καμία καλλιτεχνική πρόθεση. Στόχος του Smith ήταν να υπονομεύσει την έννοια της ποιότητας στην ποίηση. Τα άφθονα παραδείγματα που μπορεί κανείς να διαβάσει και να ακούσει στο Διαδίκτυο δείχνει ότι στην πραγματικότητα η σλαμιστική παραγωγή ποίησης είναι θεαματικά φτωχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ποίηση δεν θα μπορούσε να παραχθεί με αυτόν τον τρόπο, συνδεδεμένη με την παραδοσιακή λαϊκή ποίηση.

Η «σημασιολογική» πτυχή του slam το κάνει να εμφανίζεται ως μια παραλλαγή της ραπ, η οποία δεν ισχυρίζεται ότι είναι ποίηση. Όπως στο παρελθόν, το ροκ γεννήθηκε από μια παραλλαγή των μπλουζ.

Όσο για την «performance ποίηση», αυτή είναι μια μη ποίηση, καθώς πρόκειται για εκδηλώσεις που δηλώνουν «ποιητικές», διεθνή φεστιβάλ ποίησης για παράδειγμα, «ποιητές» των οποίων η δραστηριότητα παρουσιάζεται στο κοινό ως ποίηση και συνίσταται στο να κατεβαίνουν μια σκάλα, να σκίζουν έναν μεγάλο τηλεφωνικό κατάλογο στη σκηνή, να παράγουν ηλεκτρονικά υποβοηθημένες, απίστευτες και αξιοθαύμαστες ηχητικές σεκάνς, που δεν περιλαμβάνουν ούτε μια λέξη! Αυτό είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ποίηση.

Η ποίηση γίνεται με λέξεις. «Χωρίς λόγια δεν υπάρχει ποίηση. Ένα ποίημα πρέπει να είναι ένα τετραδιάστατο καλλιτεχνικό αντικείμενο της γλώσσας, δηλαδή να συντίθεται ταυτόχρονα σε μια σελίδα, για μια φωνή, για ένα αυτί και για μια εσωτερική όραση. Η ποίηση πρέπει να διαβάζεται και να λέγεται.» γράφει ο Jacques Roubaud*. Με σκοπό να γοητεύσει, να εκτρέψει κάποιον ακόμα και από την ταυτότητά του, θα πρόσθετα…

Όπως συμβαίνει με «Τα παιδιά του Ζαμπρίσκι Ποϊντ» του Κώστα Καναβούρη…

*Ο Jacques Roubaud, συγγραφέας, μαθηματικός και μέλος του OuLiPo , πέθανε την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024, σε ηλικία 92 ετών.

** Η φωτογραφία είναι του Vangelis Katsiyiannis από την παρουσίαση