Τα κομμάτια του έρωτα
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 01.02.18 ]Κοριτσάκι αυτή, Δραπετσώνα, Λιπάσματα. Στο νοικιασμένο διώροφο της οδού Κανελλοπούλου. Ο στενός διάδρομος, οδηγούσε σε μια σκάλα εξωτερική. Πάνω το σπίτι τους. Κάτω, το σπίτι των «κάτω».
Δημόσιοι υπάλληλοι οι δικοί της. Άνθρωποι της βιοπάλης οι άλλοι. Ψαράς, ο άντρας, νοικοκυρά, ξενοδουλεύτρα, η γυναίκα. Η Κατίνα η κόρη τους, μεγαλύτερή της, τελευταία τάξη στο γυμνάσιο. Αυτή, πρωτάκι. Όμορφο κορίτσι η Κατίνα. Αλλά περίεργο το φέρσιμό της. Κάθε που τη συναντούσε στο διάδρομο το μεσημέρι, πηγαίνοντας για το σχολείο στην απογευματινή βάρδια, «γεια σου!» της έκανε, αλλά σπάνια έπαιρνε απόκριση. Είχε πάντα τα μάτια καρφωμένα πέρα! Άγνωστο πού. Τα μεγάλα πράσινα μάτια , με τα βαριά ματοτσίνορα. Και το μέτωπο συννεφιασμένο. Πολύ μικρή η ίδια, για να συνδυάσει τη νιότη της Κατίνας με το σκιερό της κούτελο. Ήρθε και κατάλαβε όμως, ύστερα από τόσες Κυριακές, που το σκηνικό στους «αποκάτω», επαναλαμβανόταν. Από τότε, η συννεφιά στο μέτωπο, συνδυάστηκε και με τη ντροπή που έκρυβε. Όχι μόνο με τα χρόνια, ή με τις έγνοιες.
………………………………………………………………………………….
Η παράσταση συνήθως ξεκινούσε το απομεσήμερο, της Κυριακής. Ίσως γιατί τότε, από την εβδομαδιαία είσπραξη της ψαριάς, μπορούσε ο υπαίτιος να ξοδεύει τον παρά του στο πάθος του! Ο πατέρας δηλαδή, ένας άντρας λιπόσαρκος, αργασμένος λες με νερό κι αλμύρα, που ακουγόταν σερνάμενος από την έξοδο. Το τραγούδι ήταν πάντα το ίδιο. Σα να ’παιρνε μπρος, μια ξεφτισμένη από τη χρήση, κασέτα! «Ξεκινάει μια ψαροπούλα! Απ’ το… γιαλό! Απ’ το γιαλό!...» και η βραχνή, τσαλαπατημένη φωνή του, από το πιόμα, σερνόταν σαν απειλή στους δυο ορόφους ανάμεσα!
Η αυλή των «κάτω», ήταν σε κοινή θέα για τους «πάνω! Έτσι, κρυμμένη πίσω από τις γρίλιες των παραθύρων, γινόταν μάρτυς πάντα του ίδιου ακριβώς σκηνικού! Λες και μια άλλη κασέτα, κινηματογραφική αυτή, ξεκινούσε ακολουθώντας την πρώτη, τη φωνητική.
«Πάλι τύφλα πανάθεμά σε», ξεστράτιζε μισοφοβισμένη, μισοαπειλητική, η φωνή της γυναίκας του,-της μάνας της Κατίνας .Μια γυναικούλα μικροσκοπική και ολοστρόγγυλη, με το βλέμμα φρουρό, μόνιμα αγριεμένο, όχι σαν κείνο του παιδιού της.
Πεταγόταν λοιπόν μπροστά στον άντρα η αλαφιασμένη μάζα της κυρα-Φρόσως, σα σφαίρα που εξακοντίζεται από χέρι δεινού αθλητή, σε διερχόμενο στόχο!
-Καλώς τονε κι ας άργησε! Πάλι τύφλα πρωί-πρωί!
Και κάθε φορά, εκείνος ξαφνιαζόταν από κείνο το πέταγμα, παρόλο που η αντίδρασή της, ήταν πάντα ίδια. Η Φρόσω τιναζόταν μπρος στο θεριό, πριν καν αυτό χιμήξει! Κι αυτό πισωπατούσε, με έκπληξη λες, και απορία, παρόλο που η μεταξύ τους σωματική ομιλία, τόσα χρόνια δεν είχε στο ελάχιστο αλλάξει. Ήταν τότε ακριβώς, που το κορίτσι πίσω απ’ τις γρίλιες, άκουγε τη φωνή του ψαρά, να αποχτά μια χροιά παράταιρα παιδική , κοροϊδευτική, που έτσι γινόταν όμως ακόμη πιο απειλητική. Γιατί ήταν ανερμήνευτη.
Ρωτούσε λοιπόν τη γυναίκα του «Απ’ το γιαλό ξεκινάει μωρή η ψαροπούλα;» «Μίλα! Απ’ το γιαλό;»
Κι αυτή η παιδικόμορφη κοροϊδία, γινόταν το «διατάξτε πυρ!» για τη Φρόσω. Η στριγγή δυνατή φωνή της τρυπούσε τον αέρα όπως ορμούσε απάνω καταπάνω του! «Ξεφτιλισμένε! Χαμένο κορμί! Ντροπή του κόσμου! Παλιομεθύστακα!». Και κάθε λέξη ακολουθούσε ένα ουρλιαχτό πόνου. Όχι δικό του, παρά δικό της, καθώς κάθε της κουβέντα, συνοδευόταν και με μια απ’ τη μεριά του βιαιοπραγία. Γι αυτό που ακολουθούσε, η ίδια, δεν είχε οπτική εικόνα. Θα μπορούσε, αλλά δεν τολμούσε. Έκλεινε τα μάτια και άκουγε τις κραυγές, τα μουγκρητά, το σουρσίματα και τα αλληλοχτυπήματα, να λασπώνουν για κάμποσα δευτερόλεπτα , με ξεχωριστή βία το χώρο. Εκείνο όμως, που δεν άντεχε περισσότερο απ’ όλα, ήταν όταν μια διαφορετική φωνή από των δυο τους, μπλεκόταν ανάμεσά στις άλλες. Ήταν η φωνή της Κατίνας. Μια ψιλή, παιδική ακόμη φωνή. Φωνή απελπισίας. «Σταματήστε πια! Ρεζίλι γίναμε! Πάψτε!». Όμως, ακριβώς τότε, ο θόρυβος κι ο σαματάς γινόταν πιο έντονος, από ένα τρίτο σώμα, που είχε μπλεχτεί στο κουβάρι. Και τα ξεφωνητά, οι ικεσίες στην αρχή της κόρης, τα απελπισμένα «βοήθεια», «βοήθεια» στη συνέχεια, και τα δυνατά αναφιλητά μετά, έκαναν αυτή την ακουστική εικόνα, πολύ οδυνηρή για τα παιδικά της αυτιά.
Όταν τύχαινε κάποιος δικός της να παραβρίσκεται στο σπίτι, συνήθως η μητέρα της, «σσς» της έκανε με το δάχτυλο, και την τραβούσε στην αγκαλιά της. Δεν ήταν αποστασιοποίηση, ή αδιαφορία, καθώς το κάλεσμα της αστυνομίας στις αρχές αυτής της ιστορίας, είχε μάλλον περιπλέξει τα πράγματα. Ακόμη θυμόταν την σχεδόν περίεργη κουβέντα, ανάμεσα στη μάνα της και τη μάνα της Κατίνας.
«Άκου να σου πω κυρά δασκάλα μου. Να μην ξανανακατευτείτε στα δικά μας. Χρόνια τώρα ο λεγάμενος μεθάει και κάνει αυτή την ιστορία. Όσες φορές και να τον πάνε μέσα, ή να του κάνουνε την παρατήρηση, δεν πρόκειται να βάλει μυαλό. Για τούτο, τήρα τη δουλειά σου. Όταν ξεμεθάει, του περνάει». Και βέβαια ούτε λέξη για το γεγονός ότι σηκώνανε τη γειτονιά στο πόδι με τις φωνές. Όταν δε η μητέρα, τόλμησε να της εκφράσει την ανησυχία της για την Κατίνα, η κυρα-Φρόσω, την αποστόμωσε! «Η κόρη μου, να κοιτάει για να μαθαίνει. Για να μην πάθει και κείνη τα ίδια από κάναν προκομμένο. Κι απέ, απ’ τον πατέρα της δεν κιντυνεύει. Εγώ είμαι ο φύλακας εδώ»!
Έτσι η ιστορία, παρέμενε ακριβώς η ίδια, για τα δυο-τρία χρόνια της παραμονής τους στο διώροφο της Δραπετσώνας. Σχεδόν κάθε βδομάδα, ο ψαράς παραπατώντας και τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι, ξεκινούσε τη θλιβερή παράσταση. Που σπανίως την άλλαζε, με το «διαβολάκο»! «Έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι»! Και η κλασσική ερώτηση προς την κυρά του, πριν αρχίσει το μπερντάκι. «Ποιος έβαλε μωρή την ουρά του, ε;»!
………………………………………………………………………………
Ήταν ένα από κείνα τα απομεσήμερα λοιπόν, όπου το σόου, είχε πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις από τις συνηθισμένες, καθώς πιάτα, ποτήρια, αλλά και έπιπλα, είχαν εκσφεδονιστεί, πέρα από τις βρισιές, τα ουρλιαχτά, τις κλωτσιές και τα γρονθοκοπήματα. Και καθώς η τρικυμία δεν έλεγε να κοπάσει, μια πόρτα ξάφνου άνοιξε και ένα αλαφιασμένο ζωάκι, η Κατίνα, έντρομη, αλλοπαρμένη όρμησε προς τη δική τους σκάλα. Από τις γρίλιες την είδε. Και δεν το πίστευε. Το κορίτσι, διπλωμένο στα δυο, τρανταζόταν σχεδόν μπροστά στην πόρτα τους από γοερά αναφιλητά. Αλλά σαν κόπασε ο ορυμαγδός των δικών της, αυτή δεν έλεγε να το κουνήσει από κει. Οι δάσκαλοι γονείς, έλειπαν, αλλά εκείνη δίσταζε να κάνει αυτό που της έλεγε η καρδιά της. Στο τέλος όμως, τόλμησε. Δειλά-δειλά, άνοιξε την πόρτα, και χωρίς να ξέρει γιατί, κάθισε δίπλα στην Κατίνα. Μα κείνη, δεν σήκωσε κεφάλι να τη δει. Κι όταν η μικρή έκανε να την αγγίξει φοβισμένα, η Κατίνα αναπήδησε, ενοχλημένη λες. Όμως αυτή, παρέμεινε δίπλα της αμίλητη, να αφουγκράζεται κάθε της αντίδραση.
Πέρασε κάμποση ώρα. Το μόνο πια που ακουγόταν από «κάτω», ήταν το σούρσιμο των σπασμένων, από τη σκούπα της Φρόσως. Και καθώς ήταν καλοκαίρι, και ο ψαράς είχε ταβλιαστεί στο ράντζο που υπήρχε στην αυλή τους, το βαρύ και ασύγχρονο ροχαλητό του, συγχρονιζόταν θαρρείς, με το τσουβάλιασμα των θρυμματισμένων γυαλικών στη σακούλα. Ήταν περίεργο. Αλλά αυτή οι ήχοι, τώρα που το κλάμα της Κατίνας είχε σωπάσει, της φάνηκαν καθησυχαστικοί, σχεδόν φυσιολογικοί. Ήταν σαν μια συνθήκη -έστω πρόσκαιρη-, ειρήνης, να είχε συμβεί στο χώρο. Μια κατάπαυση του πυρός, σαν αυτό πριν, να μην υπήρξε καν! Και έμοιαζε, λες και η ίδια η σκέψη να έτρεχε και στο μυαλό της Κατίνας παραδίπλα. Που γύρισε και την κοίταξε. «Είσαι καλό κορίτσι μωρή» της έκανε κοιτώντας την για πρώτη φορά στα μάτια. Με τα δικά της τα πλατιά, τα διάφανα. Ύστερα σηκώθηκε να φύγει.
Δεν ήθελε να της πει κάτι. Ήταν περίεργη η Κατίνα. Θα μπορούσε να της στραβομιλήσει στα ξαφνικά. Και αυτή η εκεχειρία που είχε νομίσει πως είχε επιτευχθεί μεταξύ τους ξαφνικά να διαλυθεί στον αέρα. Κατεβαίνοντας όμως τα σκαλιά, η Κατίνα, γύρισε και την κοίταξε.
«Πέρνα μωρή αύριο τ’ απόγευμα απ’ το σπίτι. Η μάνα μου θα λείπει. Κάπου καθαρίζει σκάλες. Κι αυτός θα είναι για ψαριά»… «Θα σου ’χω και γλυκό» αποτελείωσε τη φράση.
……………………………………………………………………..
Και πήγε. Το απόγευμα της επομένης. Με κάποιο δισταγμό είναι η αλήθεια. Να μην το μάθαιναν οι δικοί της. Αλλά και με το φόβο, του τι θα συναντούσε σ’ ένα σπίτι που το ’χε μέσα της συνδυάσει με τόση έλλειψη ηρεμίας και συνοχής.
Κι όμως. Ήταν ένας χώρος πεντακάθαρος. Φτωχικός αλλά περιποιημένος. Βέβαια, η παστρικότητα της Κατίνας αλλά και της μάνας της δεν ήταν δυνατόν να κρυφτούν τις μέρες που αποφάσιζαν να κάνουν «γενική» στο σπίτι. Το τρανζίστορ ξεφώνιζε τα «άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε! Καραβάκια στο Αιγαίο!», καθώς η Κατίνα με τη Φρόσω σκούπιζαν, τίναζαν έπλεναν, έτριβαν τα μωσαϊκά. Μέσα κι έξω. Ήταν σαν να έδιωχναν με φόρα ενωμένες, κάποιο κακό πνεύμα, μια αρνητική ενέργεια, και την έστελναν στον αγύριστο. Τόσο που και η μάνα της το είχε σχολιάσει. «Είδατε καθαριότητα οι γειτόνισσες; Μπράβο τους! Παρ’ όλες τις συφορές τους με τον κυρ-Νίκο» συμπλήρωνε σκεφτική.
Έκατσε λοιπόν στο καναπεδάκι, και περίμενε το τρατάρισμα από την απρόσμενη φιλενάδα. Κι όσο αυτή το ετοίμαζε στην κουζίνα, επεξεργαζόταν με την ησυχία της, τις φωτογραφίες στη σερβάντα απέναντι.
Όπου… Πρόσωπα όμορφα, φορτωμένα με τη φρεσκάδα της νιότης, την κοιτούσαν σχεδόν προκλητικά, έτσι της φάνηκε. Το παλικάρι στιβαρό, γεροδεμένο, καθώς τα μπράτσα του ξεχείλιζαν σφρίγος κάτω απ’ το λευκό του πουκάμισο, και τα χείλη του έσταζαν ένα αδιόρατο χαμόγελο που το μάντευες πίσω απ’ το λεπτό του μουστάκι. Και το κορίτσι, μικροκαμωμένο και ζουμερό, με όλα τα μήλα και τα ρόδα της φύσης στο στρογγυλεμένο της κορμί. Δεν κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Αυτήν κοίταζαν. Μα ήταν σα να ρουφούσαν ο ένας τη δύναμη του αλλουνού, σε μια ένωση καθολική και αυταπόδειχτη.
«Τι κοιτάς εκεί;» της έκανε σχεδόν πειραχτικά οι Κατίνα, με το δίσκο στο χέρι. «Οι γονείς μου είναι. Ο κυρ-Νίκος, με την κυρα-Φρόσω. Αμέ!-συμπλήρωσε με καμάρι-. Στους πρώτους τους έρωτες. Στα είκοσι ο πατέρας μου. Κι η μάνα μου η πονήρω, στα δεκαπέντε. Τότε που την έκλεψε. Και την έφερε απ’ τη Μυτιλήνη. Να καζαντήσουνε μαζί στη Δραπετσώνα…» συμπλήρωσε κάπως ειρωνικά…
«Σ’ αρέσουνε ε;». Και καθώς αυτή ένευε ντροπαλά με το κεφάλι, η Κατίνα συμπλήρωνε με φράσεις πότε γλυκές, μα πιο πολύ πικρές, όλα τα υπόλοιπα… κομμάτια του έρωτα.
«Ναι ωραίοι ήταν. Όλα ωραία. Στην αρχή. Εδώ βλέπεις τη νυφιάτικη; Κανείς από το σόι της Φρόσως. Την αποκλήρωσαν. Και δω η Φρόσω γκαστρωμένη στον αδερφό μου. Αυτόν που μπάρκαρε και έριξε μαύρη πέτρα. Κι εδώ… ξανά. Σε άλλο κι άλλο παιδί, που τα έχανε δε ξέρω γιατί. Μπορεί και η φτώχεια λέει η μάνα μου. Μπορεί και το κυνήγουλο, λόγω «πολιτικών φρονημάτων» του παππού και του πατέρα μου. Τα ξέρεις μωρ’ συ τα πολιτικά φρονήματα;» γέλασε κοιτάζοντας την έκφραση στο πρόσωπό της. «Κι ούτε να τα μάθεις. Μόνο σε μπελάδες βάζουν…» συμπλήρωσε με νόημα. Ύστερα έτρεξε βιαστικά στο μπαούλο. Και μέσα από ένα κουτί έβγαλε με προσοχή κάποιες φωτογραφίες χύμα. Αυτές δεν ήταν κατάλληλες για τη σερβάντα. Σκέφτηκε άθελά της η μικρή. Ήταν ασπρόμαυρες, μικρές, μετά βίας φαίνονταν τα πρόσωπα πάνω τους. Κι όμως. Είχε την αίσθηση πως τις διέκρινε τις σκιές στα θολά τους μάτια, στο ξεθωριασμένο τους βλέμμα.
Και η Κατίνα επιβεβαίωνε αυτές της τις σκέψεις. «Εδώ αρχίζουν τα πολύ δύσκολα πιτσιρίκα. Η Φρόσω γκαστρωμένη σε μένα, ο κυρ Νίκος, είχε μπαρκάρει. Γύρισε όταν είχα πάει στην πρώτη. Να εδώ, που με κρατάει αγκαλιά. Όμως είχε αλλάξει. Αυτός έπινε πολύ, εκείνη ξενοδούλευε όπου έβρισκε… Η βιοπάλη βούτηξε τα νιάτα κι απ’ τους δυο. Από τότε που τους θυμάμαι γω μισιούνται πολύ, και αγαπιούνται λίγο. Τι με κοιτάς μωρ’ συ;» της έκανε κοροϊδευτικά. Και συνεχίζοντας στο ίδιο ύφος «Οι δικοί σου τα δασκαλάκια όλο έρωτες είναι;» Και σα διέκρινε την αμηχανία στο πρόσωπό της, έγινε πιο συνετή. «Έλα. Σε δουλεύω. Καλοί είναι οι γονείς σου. Απλά σου μιλάω εδώ για… τα κομμάτια του έρωτα. Χα χα χα». Γέλασε. «Θέλω να πω, πώς ο έρωτας έχει καλά, έχει και πικρά, και δύσκολα κομμάτια. Κι αν είσαι στην ανέχεια, αυτά τα δεύτερα είναι περισσότερα…». Μα βλέποντάς την να μελαγχολεί, γύρισε και την έπιασε από τους ώμους.
«Έλα πιτσιρίκα. Φάε το γλυκό σου. Θα μεγαλώσεις και θα μάθεις και συ, όπως και γω… Απλά να ξέρεις-και η φωνή της σοβάρεψε πολύ-. Και οι δικοί μου γονείς αγαπιούνται. Ίσως και περισσότερο από τους δικούς σου. Να είσαι σίγουρη, ότι εγώ τους έχω δει πόσο νοιάζονται ο ένας τον άλλονε. Ακόμα κι όταν βρίζονται, κι όταν μισούνται, δεν κάνουνε χωρίς. Δεν ξέρουν όμως να το δείξουν, αυτό είν’ όλο!… Οι δυσκολίες δεν τους αφήνουν».
…………………………………………………………………………
Με την Κατίνα, δεν ξαναείχε παρτίδες. Όχι ότι η ίδια δεν θα το ήθελε. Όμως ήταν περίεργο πλάσμα η Κατίνα. Όσο ξαφνικά άνοιγε μια πόρτα, άλλο τόσο απρόσμενα, μπορούσε να την κλείσει. Κάθε που συναντιόντουσαν στο διάδρομο, τα μεσημέρια συνήθως που αυτή πρωτάκι, βάρδια πρωινή, γυρνούσε, και η Κατίνα απογευματινή έφευγε για το γυμνάσιο, το κορίτσι με τα γλαρά, πράσινα μάτια, απέφευγε να την κοιτά. «Γεια», της έκανε ανόρεχτα, σα να μιλούσε στον αέρα.
Μα η ίδια σαν να είχε ωριμάσει απότομα, δεν της κρατούσε κακία. Έμοιαζε οι κουβέντες του κοριτσιού γύρω απ’ τη σχέση των γονιών του, να είχαν κάπως ησυχάσει την ψυχή της.
Βέβαια οι καυγάδες και τα σπασίματα των κάτω, δε σταμάτησαν ποτέ. Ούτε κι αυτή σταμάτησε να πέφτει μπρούμυτα στο κρεβάτι της και να βουλώνει πεισματικά τ’ αυτιά της κάθε που έφταναν στο «αμήν». Ήταν τότε που της περνούσε απ’ το μυαλό πως τα κομμάτια του έρωτα, στο τσακ. Και γίνονται έρωτας κομμάτια…