Τα απομεινάρια μιας μέρας
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 13.01.18 ]Βραβευμένος με το Νόμπελ λογοτεχνίας ο Καζούο Ισιγκούρο, Ιάπωνας στην καταγωγή, Εγγλέζος στην υπηκοότητα, το 1989, έγραψε το συγκεκριμένο έργο, που αργότερα μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, με τον ιδανικό, κατά την άποψή μου, γι αυτό το ρόλο, Άντονι Χόπκινς.
Οι απολογισμοί, δεν είναι εύκολη ιστορία. Ιδιαίτερα όταν σου χαρίζονται. Όταν δηλαδή, σου επιτρέπονται. Με άλλα λόγια, από όλη την ιστορία, είναι εμφανέστατο, πως αν ο «αφέντης», δεν έδινε αυτή την ευκαιρία στον «υπηρέτη» και πρωταγωνιστή του έργου, μπάτλερ του, τον κύριο Στήβενς, αυτός μάλλον δεν θα το επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του. Εν ολίγοις δηλαδή, δεν θα έκανε ουδεμία αναδρομή στο παρελθόν και στα απομεινάρια μιας ζωής που ξοδεύτηκε σε έναν ιερό γι αυτόν σκοπό… Αυτή ακριβώς η ζωή λοιπόν ξετυλίγεται με μαεστρία, μπρος στα μάτια του αναγνώστη. Και μαζί της και η ευτέλεια της υποτιθέμενης ιερότητας αυτού του σκοπού.
Ο ευπρεπής κύριος Στήβενς, δεν επιθύμησε τίποτε περισσότερο , από το να τιμά διαρκώς, το επάγγελμα του μπάτλερ, ίσκιος κυριολεκτικά της ζωής του κυρίου Χάμιλτον, των επιθυμιών και των αναγκών του ευυπόληπτου και περίλαμπρου οίκου του. Η ιστορία -εποχή μεσοπολέμου- ξετυλίγεται γύρω από τον κύριο Στήβενς, δίχως αυτός –εννοείται- να έχει το παραμικρό δικαίωμα να συμμετάσχει σ’ αυτήν! Και το σπουδαιότερο. Δίχως να θεωρείται κι από τον ίδιο απαραίτητη τέτοιου είδους συμμετοχή. Μοιάζει σαν να υφίσταται γι αυτόν δεδομένη η παρουσία ορισμένων όντων -της δικής του κλάσης- μόνο και μόνο για διευκόλυνση της ζωής ορισμένων άλλων , «σημαντικών», «μορφωμένων», «ανωτέρων», προορισμένων εκ φύσεως και καταγωγής, να κινούν τα νήματα της ιστορίας και της ζωής των υπολοίπων, των «υπηκόων».
Όταν μετά από χρόνια, ο νέος «αφέντης», Αμερικάνος αυτός και πιο «open minded» στη νοοτροπία, του επιτρέπει κάποιες μέρες ανάπαυλας, ο Στήβενς, μετά την πρώτη άρνηση και έκπληξη, τριγυρνώντας στη Αγγλική εξοχή, θα ’ρθει αντιμέτωπος με τις αναμνήσεις του. Με τον εαυτό του όμως;
Έτσι λοιπόν σε μια τελείως επίπεδη αφήγηση, χωρίς εξάρσεις, ο Στήβενς θυμάται και αναλογίζεται. Με κριτήριο πάντα την υπερηφάνεια και την πίστη στο ρόλο που έχει «παίξει» μέχρι τότε. Αυτό του πιστού σκύλου, που δεν πρόδωσε ποτέ το αφεντικό. Ούτε καν για να θρηνήσει τον πατέρα του, μπάτλερ κι αυτός στον ίδιο αφέντη, που πέθανε εργαζόμενος, ανοϊκός κι ανήμπορος, αλλά στο καθήκον μέχρις εσχάτων. Ούτε καν για να αποτολμήσει μια σχέση με την δεσποινίδα Κέντον, υπάλληλο κι αυτή του περίφημου οίκου, και του ίδιου, αλλά ωστόσο διορατική, ευφυή, ανθρώπινη, που στο τέλος διεκδικεί τη ζωή της μακριά βέβαια από τον ίδιο και το ασφυκτικό περιβάλλον του.
Και τελικά; Όταν πλέον αντιλαμβάνεται την ουσία της ζωής του κύριου Χάμιλτον; Όταν πλέον αποκαλύπτεται σιγά-σιγά ποιος ήταν αυτός που υπηρετούσε πιστά για χρόνια και τι ρόλο έπαιξε στα προεόρτια ενός πολέμου για την ίδια του την πατρίδα; Όταν τα απομεινάρια μιας μέρας, θα του χτυπήσουν με μανία το πρόσωπο, ο καλός και τίμιος μπάτλερ πώς θ’ αντιδράσει; Υπάρχει καιρός για πραγματική αυτεπίγνωση, ή όλα θα συνοψιστούν στο να συνεχίσει να είναι «σωστός» και πιστός για το νέο του αφεντικό;
Το βιβλίο μπορεί να κουράσει έναν ανυπόμονο Έλληνα αναγνώστη, πολύ περισσότερο, που η έννοια του «μπάτλερ» και η διάστασή της στην Αγγλική αριστοκρατία, δεν υφίσταται ακριβώς εδώ. Όμως έννοιες όπως πίστη, υποταγή, υπομονή, αφοσίωση, επιμονή, αναλύονται με έναν ιδιαίτερα ευφυή τρόπο που σχεδόν σοκάρει. Πολύ περισσότερο που ο σοσιαλδαρβινισμός μερίδας της «ανώτερης» τάξης αναφύεται κάποιες στιγμές στο έργο, με τρόπο αναιδή και προκλητικό. Όπως μόνο ο φασισμός μπορεί να είναι από τη φύση του.
Η αφήγηση του Ισιγκούρο , είναι εσκεμμένα -κατά την άποψή μου-επίπεδη, χωρίς εξάρσεις, χωρίς να νοιώθεις ότι η έκπληξη σε περιμένει στη γωνία. Μήπως όμως, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, ο συγγραφέας ακολουθεί πιστά τη ζωή του ανθρώπου που εδώ μας παρουσιάζει; Πιστεύω πως ναι! Δεν θα μπορούσε να αποδοθεί διαφορετικά, η ζωή ενός ανθρώπου, που δεν υπήρξε ποτέ δική του ζωή! Επίπεδη, άχρωμη, δρόμος που χάνεται στο δρόμο. Όχι στη διαδρομή!