Η Σίρλεϊ Τζάκσον δεν καταδέχτηκε ποτέ τον εύκολο τρόμο. Δεν αρκέστηκε στις εύκολες λύσεις που θα πρόσφεραν τα άγρια ξεσπάσματα θυμωμένων πνευμάτων ή τα πιασάρικα λουτρά αίματος. Ο τρόμος που η ίδια ανέδειξε και υπηρέτησε αφορά το ξύπνημα των τεράτων που κοιμούνται μέσα μας. Γι’ αυτό στις ιστορίες της όλα φαίνονται να κυλούν ομαλά, μέχρι τη στιγμή που η ευρυθμία του σύμπαντος κόσμου τίθεται σοβαρά υπό αμφισβήτηση. Η Τζάκσον χτίζει με επιμέλεια χαρακτήρες και καταστάσεις, δίνοντας την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη ότι μπορεί να προβλέψει τις επόμενες κινήσεις. Και μόλις εκείνος γίνει αρκετά αλαζόνας ώστε να χαλαρώσει, του τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια.
Η Τζάκσον κάθε μέρα έγραφε τουλάχιστον 1.000 λέξεις, για να προλάβει να χωρέσει το ταλέντο της σε όσο περισσότερες ιστορίες μπορούσε. Λες και φοβόταν ότι δεν θα ζούσε πολύ. Και όντως πέθανε στα 48 της από ανακοπή καρδιάς, έχοντας ταλαιπωρηθεί πολύ από ψυχοσωματικές παθήσεις και νευρώσεις. Άφησε πίσω της 11 νουβέλες, 4 παιδικά βιβλία (μεταξύ αυτών και μια ιστορία για τις μάγισσες του Σάλεμ) και δεκάδες διηγήματα. Φέτος, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή της, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, το Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο, ένα από τα σημαντικότερα έργα της. Από το 1962 που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ έχει εκδοθεί δεκάδες φορές, έχει αγαπηθεί από εκατομμύρια αναγνώστες και αποτελεί μέχρι σήμερα αντικείμενο πανεπιστημιακής μελέτης, ενώ στο τέλος του 2017 θα προβληθεί στις αίθουσες η ταινία που βασίζεται στο βιβλίο και γυρίζεται αυτή την εποχή σε παραγωγή Μάικλ Ντάγκλας.
Η ιστορία αφορά δύο αδελφές που ζουν με τον άρρωστο ηλικιωμένο θείο τους έξω από ένα χωριό. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού τις αποφεύγουν επιδεικτικά από τότε που η μεγάλη αδελφή κατηγορήθηκε ότι δηλητηρίασε όλη την οικογένεια με αρσενικό, με αποτέλεσμα τον ομαδικό επώδυνο θάνατό τους. Η έλευση ενός ξαδέλφου θα πυροδοτήσει εξελίξεις που μόνο καλό τέλος δεν θα έχουν. Το Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο δεν είναι μια ιστορία τρόμου με την κλασική έννοια. Στις ντουλάπες δεν υπάρχουν πτώματα, όπως δεν κοιμούνται βρικόλακες στα κελάρια. Με έναν τρόπο όμως περπατούν μπροστά σου και σου αφηγούνται ιστορίες. Η νουβέλα περισσότερο θυμίζει έναν άγριο χορό νευρώσεων και ζοφερών ενστίκτων. Οι μελετητές της Τζάκσον, προσπαθώντας να χωρέσουν το έργο της σε μια κατηγορία, συχνά το εντάσσουν στο γοτθικό τρόμο, όμως πάντα κάτι περισσεύει. Σε πρώτη ανάγνωση οι περισσότερες ιστορίες της απέχουν πολύ από τα κλασικά γοτθικά έργα όπως η Καρμίλα του Λε Φανού, ο Καλόγερος του Λιούις, ο Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος του Μάτσουριν. Αυτό που απασχολεί την συγγραφέα είναι κυρίως το ψυχολογικό δράμα που γιγαντώνεται μέσα από την ξενοφοβία και την κοινωνική απομόνωση.
Η Τζάκσον έγινε παγκοσμίως γνωστή το 1959, όταν εξέδωσε το μυθιστόρημα Οι δαίμονες του Χιλ Χάουζ (The Haunting of Hill House), το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1963 από τον Ρόμπερτ Γουάιζ, με τον τίτλο Το στοιχειωμένο σπίτι (The Haunting) και το 1999 από τον Γιαν Ντε Μποντ. Η νουβέλα, που θεωρείται το καλύτερο γραπτό του είδους μαζί με το Στρίψιμο της Βίδας του Χένρι Τζέιμς, αφορά μια ομάδα ανθρώπων που κλείνονται σε μια στοιχειωμένη έπαυλη, για να πάρουν μέρος σε ένα ψυχολογικό πείραμα. Η έπαυλη κλέβει ζωή από τους επισκέπτες, με ολέθρια αποτελέσματα, σε ένα έργο που χαρακτήρισε την αμερικανική σχολή του γοτθικού τρόμου. Ωστόσο, το αριστούργημα της Τζάκσον που επηρέασε γενιές συγγραφέων, μεταξύ των οποίων οι Στίβεν Κινγκ, Gillian Flynn και Neil Gaimain, θεωρείται Η Λοταρία (The Lottery, 1948). Όταν δημοσιεύθηκε στο περιοδικό New Yorker, προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις από οποιοδήποτε άλλο διήγημα στην ιστορία του εντύπου, με τα γράμματα των αναγνωστών, κυρίως υβριστικά, να κατακλύζουν τα γραφεία.
Ακόμα και η μητέρα της Τζάκσον διαμαρτυρήθηκε για το περιεχόμενο της ιστορίας που αφορά έναν ασυνήθιστο διαγωνισμό στην κεντρική πλατεία ενός μικρού αμερικανικού χωριού. Οι τριακόσιοι κάτοικοι συγκεντρώνονται μια ειδυλλιακή μέρα για την κλήρωση μιας λοταρίας. Το έπαθλο όμως δεν είναι αυτό που θα περίμενε κάποιος. Ο νικητής εδώ κερδίζει έναν δημόσιο λιθοβολισμό. Το έργο, που πολύ κατακρίθηκε στην εποχή του, αν και πλέον θεωρείται από τα κορυφαία στο είδος του, αναφέρεται κυρίως στις πληγές που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πόλεμος αυτός ίσως να μην αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για την ανθρωπότητα, που ακόμα δεν είχε ξεπεράσει τις συνέπειες του Μεγάλου Πολέμου, όμως έκανε τους ανθρώπους να χάσουν για πάντα την εμπιστοσύνη στο είδος τους, βλέποντας για πόσο φριχτά πράγματα είναι ικανό. Το μεγαλύτερο στοίχημα στις ιστορίες της Τζάκσον, όπως και στην πραγματική ζωή, είναι να ξεχωρίσει κανείς που σταματά η πραγματικότητα και πού ξεκινά η φαντασία. Τα όρια μπαίνουν τελικά μάλλον αργά, με τους ήρωες να σκύβουν αμήχανοι πάνω από τα απομεινάρια της μέρας.